Page 184 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 184

183




                    κείσθω ἐνὶ μεγάρῳ. σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο   ως τότε να το φυλάει στο σπίτι η μάνα σου. Και τώρα στην
                    οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»    πατρίδα,
                                                           στο αρχοντικό σας τ᾿ ομορφόχτιστο με το καλό να στρέψεις!»

               130  ὣς εἰποῦσ᾿ ἐν χερσὶ τίθει, ὁ δ᾿ ἐδέξατο χαίρων.   Είπε, και το 'βαλε στα χέρια του, κι εκείνος το προσδέχτη
                    καὶ τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Πεισίστρατος ἥρως   όλο χαρά᾿ κι ο αρχοντογέννητος Πεισίστρατος τα δώρα
                    δεξάμενος, καὶ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ:   πήρε, τα θάμαξε και τα 'κρυψε στο αμαξοκόφινό τους.
                    τοὺς δ᾿ ἦγε πρὸς δῶμα κάρη ξανθὸς Μενέλαος.   Μετά ο ξανθός Μενέλαος τράβηξε μαζί τους στο παλάτι
                    ἑζέσθην δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε.   και σε σκαμνιά κει πέρα κάθισαν και σε θρονιά, να φάνε.

               135  χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα   Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
                    καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,   χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
                    νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.   για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
                    σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα:   Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλάει, και πλήθος
                    εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων:   φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους

               140  πὰρ δὲ Βοηθοί̈δης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας:   κι ο Ετεωνέας το κρέας ελιάνιζε και μοίραζε ένα γύρο,
                    οἰνοχόει δ᾿ υἱὸς Μενελάου κυδαλίμοιο.   κι έπαιρνε ο γιος του πολυδόξαστου Μενέλαου να κεράσει.
                    οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.   Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν
                    αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,   και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
                    δὴ τότε Τηλέμαχος καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς   ζέψαν τ᾿ αλόγατα ο Τηλέμαχος κι ο γιος ο παινεμένος

               145  ἵππους τε ζεύγνυντ᾿ ἀνά θ᾿ ἅρματα ποικίλ᾿ ἔβαινον,   του Νέστορα κι ευτύς ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι,
                    ἐκ δ᾿ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου.   και βγήκαν όξω απ᾿ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι.
                    τοὺς δὲ μετ᾿ Ἀτρεί̈δης ἔκιε ξανθὸς Μενέλαος,   Πίσω ο ξανθός Μενέλαος έρχουνταν, ο γιος του Ατρέα, κρατώντας
                    οἶνον ἔχων ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφι,   γεμάτη στο δεξί το χέρι του μαλαματένια κούπα,
                    ἐν δέπαϊ χρυσέῳ, ὄφρα λείψαντε κιοίτην.   σπονδές να κάνουν με γλυκόπιοτο κρασί, πριχού κινήσουν

               150  στῆ δ᾿ ἵππων προπάροιθε, δεδισκόμενος δὲ   κι έλεε μπροστά στο αμάξι στέκοντας, καλοστρατίζοντάς τους:
                    προσηύδα:                              «Γεια και χαρά σας τώρα, νιούτσικοι, και να μου χαιρετάτε
                    «χαίρετον, ὦ κούρω, καὶ Νέστορι ποιμένι λαῶν   το ρήγα Νέστορα᾿ μου στάθηκε στην Τροία τα δέκα χρόνια,
                    εἰπεῖν: ἦ γὰρ ἐμοί γε πατὴρ ὣς ἤπιος ἦεν,   που οι γιοί των Αχαιών χτυπιόμαστε, σωστός καλός πατέρας.»
                    ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν.»   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:

               155  «καὶ λίην κείνῳ γε, διοτρεφές, ὡς ἀγορεύεις,   «Μετά χαράς, αρχοντογέννητε, καθώς μας παραγγέλνεις,
                    πάντα τάδ᾿ ἐλθόντες καταλέξομεν: αἲ γὰρ ἐγὼν ὣς   θα του τα πούμε αυτά, ως διαγείρουμε. Και στην Ιθάκη να 'ταν
                    νοστήσας Ἰθάκηνδε, κιχὼν Ὀδυσῆ᾿ ἐνὶ οἴκῳ,   παρόμοια, ως θα γυρνώ, ν᾿ αντάμωνα τον Οδυσσέα στο σπίτι,
                    εἴποιμ᾿ ὡς παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος ἁπάσης   να του ιστορήσω πόση μου 'δειξες στο αρχοντικό σου αγάπη
                    ἔρχομαι, αὐτὰρ ἄγω κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά.»   και πόσα κουβαλώ αξετίμητα χαρίσματα από σένα!»

               160  ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις,   Ως έλεε τούτα, αϊτός επρόβαλε, δεξιά μεριά πετώντας᾿
                    αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον,   χήνα τρανή, χιονάτη κι ήμερη στα νύχια του κρατούσε,
                    ἥμερον ἐξ αὐλῆς: οἱ δ᾿ ἰύ̈ζοντες ἕποντο   απ᾿ την αυλή αρπαγμένη᾿ πίσω του χουγιάζοντας έτρεχαν
                    ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες: ὁ δέ σφισιν ἐγγύθεν ἐλθὼν   γυναίκες κι άντρες᾿ μα όπως σίμωσε κει που στέκονταν οι άλλοι,
                    δεξιὸς ἤϊξε πρόσθ᾿ ἵππων: οἱ δὲ ἰδόντες   μπρος στ᾿ άλογα δεξιά χιτάρωσε᾿ κι εκείνοι, σαν τον είδαν,
               165  γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη.   πήραν χαρά τρανή και γλύκαναν μέσα ολωνών τα σπλάχνα.
                    τοῖσι δὲ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἤρχετο μύθων:   Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, το λόγο εκίνα πρώτος:
                    «φράζεο δή, Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,   «Μενέλαε, ρήγα αρχοντογέννητε, για κρίνε: το σημάδι,
                    ἢ νῶϊν τόδ᾿ ἔφηνε θεὸς τέρας ἦε σοὶ αὐτῷ.»   τώρα ο θεός που μας φανέρωσε, δικό μας για δικό σου;»
                    ὣς φάτο, μερμήριξε δ᾿ ἀρηί̈φιλος Μενέλαος,   Αυτά είπε᾿ ωστόσο ο πολεμόχαρος Μενέλαος στοχαζόταν
   179   180   181   182   183   184   185   186   187   188   189