Page 190 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 190
189
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, Ήρθαν οχτροί και την πλατύδρομη την πολιτεία κούρσεψαν,
ἠὲ διεπράθετο πτόλις ἀνδρῶν εὐρυάγυια,
385 εκεί που ζούσαν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου ή μάνα,
ᾗ ἔνι ναιετάασκε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
για και σε βρήκαν μόνο, πρόβατα να βόσκεις για γελάδια,
ἦ σέ γε μουνωθέντα παρ᾿ οἴεσιν ἢ παρὰ βουσὶν
κουρσάροι, κι ως σε πιάσαν, σ᾿ έφεραν εδώ με τ᾿ άρμενά τους
ἄνδρες δυσμενέες νηυσὶν λάβον ἠδ᾿ ἐπέρασσαν
στου ρήγα το παλάτι, που 'δωκε πολλά να σε αγοράσει;»
τοῦδ᾿ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ᾿, ὁ δ᾿ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.»
Σ᾿ αυτά ο χοιροβοσκός του απάντησε, στους δούλους μέσα ό
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν:
πρώτος:
390 «ξεῖν᾿, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, « Ξένε, για τούτα μια και ρώτησες και θέλεις να τα μάθεις,
σιγῇ νῦν ξυνίει καὶ τέρπεο, πῖνέ τε οἶνον άκου λοιπόν, και φραίνου αμίλητος, και το κρασί σου πίνε᾿
ἥμενος. αἵδε δὲ νύκτες ἀθέσφατοι: ἔστι μὲν εὕδειν, τούτες οι νύχτες είναι ατέλειωτες᾿ θες ύπνο, θες κουβέντα
ἔστι δὲ τερπομένοισιν ἀκούειν: οὐδέ τί σε χρή, που να σ᾿ ευφραίνει, είναι στο χέρι σου᾿ μα ανάγκη εσύ δεν έχεις
πρὶν ὥρη, καταλέχθαι: ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος. τόσο νωρίς να πέσεις᾿ βάρεμα κι ο πλήθιος ύπνος είναι.
395 τῶν δ᾿ ἄλλων ὅτινα κραδίη καὶ θυμὸς ἀνώγει, Μα από τους άλλους αν κανένας σας τον ύπνο απογυρεύει,
εὑδέτω ἐξελθών: ἅμα δ᾿ ἠοῖ φαινομένηφι ας βγει κι ας πέσει᾿ τα χαράματα να κολατσίσει μόνο
δειπνήσας ἅμ᾿ ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν ἑπέσθω. και στη βοσκή να βγάλει σύγκαιρα του βασιλιά τους χοίρους.
νῶϊ δ᾿ ἐνὶ κλισίῃ πίνοντέ τε δαινυμένω τε Κι ωστόσο εμείς οι δυο θα πίνουμε, θα τρώμε στο καλύβι
κήδεσιν ἀλλήλων τερπώμεθα λευγαλέοισι, και θα φραινόμαστε, τα πάθη μας ο ένας του άλλου ιστορώντας'
400 μνωομένω: μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ, τι εκείνος που πολύ παράδειρε κι έχει πολλά τραβήξει
ὅς τις δὴ μάλα πολλὰ πάθῃ καὶ πόλλ᾿ ἐπαληθῇ. νιώθει χαρά τα περασμένα του τυράννια να θυμάται.
τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς. Άκου λοιπόν τα που με ρώτησες και γύρεψες να μάθεις:
«νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις, Ένα νησί, Συρία που λέγεται, μπορεί ακουστά να το 'χεις,
Ὀρτυγίης καθύπερθεν, ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο, στου γήλιου πέρα τα γυρίσματα, στην Ορτυγία πιο πάνω.
400 οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ᾿ ἀγαθὴ μέν, Δε θα το πεις νησί πολύκοσμο, μα πλούσιο᾿ θρέφει βόδια
εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος. και πρόβατα, κι είναι κρασότοπος και στάρι πλήθιο βγάζει.
πείνη δ᾿ οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται, οὐδέ τις ἄλλη Ποτέ ο λαός εκεί δεν πείνασε μηδέ τον βρήκε αρρώστια
νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν: κακιά, απ᾿ αυτές που τους τρισάμοιρους ανθρώπους βασανίζουν.
ἀλλ᾿ ὅτε γηράσκωσι πόλιν κάτα φῦλ᾿ ἀνθρώπων, Μονάχα, σα γεράσουν οι άνθρωποι στη χώρα ετούτη μέσα,
410 ζυγώνουν η Άρτεμη κι ο Απόλλωνας ο χρυσοδοξαράτος
ἐλθὼν ἀργυρότοξος Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξὺν κι ευτύς ανένιωστα με απόνετες σαγίτες τους σκοτώνουν.
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν. Δυο πολιτείες εκεί είναι᾿ ξέχωρα της καθεμίας τα πάντα,
ἔνθα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται:
μα ένας ο ρήγας που τους όριζεν, ο κύρης ο δικός μου,
τῇσιν δ᾿ ἀμφοτέρῃσι πατὴρ ἐμὸς ἐμβασίλευε,
ο γιος του Ορμένου, ο Χτήσιος, που 'μοιαζε με τους θεούς στην
Κτήσιος Ὀρμενίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν.
όψη.
415 «ἔνθα δὲ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες, Μια μέρα εκεί μας ήρθαν Φοίνικες θαλασσοξακουσμένοι,
τρῶκται, μυρί᾿ ἄγοντες ἀθύρματα νηὶ̈ μελαίνῃ. κλέφτες, στο μαύρο πλοίο τους άμετρες πραμάτειες κουβαλώντας'
ἔσκε δὲ πατρὸς ἐμοῖο γυνὴ Φοίνισσ᾿ ἐνὶ οἴκῳ, κι είχεν ο κύρης μου στο σπίτι του μια σκλάβα απ᾿ τη Φοινίκη,
καλή τε μεγάλη τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυῖα: τρανόκορμη, όμορφη, που κάτεχε πάσα γυναικεία τέχνη'
τὴν δ᾿ ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον. και την πλάνεψαν τότε οι Φοίνικες οι τετραπερασμένοι᾿
420 πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη κοίλῃ παρὰ νηὶ̈ να πλένει κάποιος τους την πέτυχε, και δίπλα στο άρμενο τους
εὐνῇ καὶ φιλότητι, τά τε φρένας ἠπεροπεύει μαζί της σ᾿ έρωτα πρωτόσμιξε᾿ αυτό είναι που τα φρένα
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾿ εὐεργὸς ἔῃσιν. ακόμα και της πιο καλόπραγης γυναίκας ξεπλανεύει!
εἰρώτα δὴ ἔπειτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι: Μετά πούθε είχε ερθεί τη ρώτησε και ποια ήταν, κι η γυναίκα
ἡ δὲ μάλ᾿ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ: το αψηλοτάβανο του κύρη της του φανερώνει σπίτι: