Page 193 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 193

192




                    «πῆ γὰρ ἐγώ, φίλε τέκνον, ἴω; τεῦ δώμαθ᾿ ἵκωμαι   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    ἀνδρῶν οἳ κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν;   «Άλλους καιρούς εγώ στο σπίτι μας θα σε καλνούσα᾿ βρίσκει
                    ἦ ἰθὺς σῆς μητρὸς ἴω καὶ σοῖο δόμοιο;»   σε μας ο ξένος καλοπέραση᾿ μα δπως εγώ θα λείπω,

               515  τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   πως να σου αρέσει; κι η μητέρα μου δε θα σε ιδεί καθόλου᾿
                    «ἄλλως μέν σ᾿ ἂν ἐγώ γε καὶ ἡμέτερόνδε κελοίμην   με τους μνηστήρες στο παλάτι μας να τριγυρνάει δε θέλει,
                    ἔρχεσθ': οὐ γάρ τι ξενίων ποθή: ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ   μόνο στο ανώι μακριά τους κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει.
                    χεῖρον, ἐπεί τοι ἐγὼ μὲν ἀπέσσομαι, οὐδέ σε μήτηρ   Σέ κάποιον άλλο εγώ θα σου 'λεγα να πας, στον παινεμένο
                    ὄψεται: οὐ μὲν γάρ τι θαμὰ μνηστῆρσ᾿ ἐνὶ οἴκῳ   Ευρύμαχο, το γιο του Πόλυβου του καστροπολεμάρχου,

               520  φαίνεται, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῶν ὑπερωί̈ῳ ἱστὸν ὑφαίνει.   που σα θεό τον βλέπουν όλοι τους μες στην Ιθάκη τώρα.
                    ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι ὅν κεν ἵκοιο,   Είναι κι ο πιο τρανός μας άρχοντας και πιο γυρεύει απ᾿ 'ολους
                    Εὐρύμαχον, Πολύβοιο δαί̈φρονος ἀγλαὸν υἱόν,   ν᾿ ανέβει, παίρνοντας τη μάνα μου, στο θρόνο του Οδυσσέα.
                    τὸν νῦν ἶσα θεῷ Ἰθακήσιοι εἰσορόωσι:   Mα μόνο ο ολύμπιος Δίας που κάθεται ψηλά στα αιθέρια πλάτη
                    καὶ γὰρ πολλὸν ἄριστος ἀνὴρ μέμονέν τε μάλιστα   το ξέρει, αν δεν πλακώσει απάνω τους χαμός αντίς το γάμο.»

               525  μητέρ᾿ ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν.   Καθώς μιλούσεν, όρνιο πρόβαλε, δεξιά μεριά, γεράκι,
                    ἀλλὰ τά γε Ζεὺς οἶδεν Ὀλύμπιος, αἰθέρι ναίων,   του Απόλλωνα γοργός μαντάτορας, και περιστέρα έκράτει
                    εἴ κέ σφι πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν ἦμαρ.»    και τη μαδούσε μες στα νύχια του, σκορπώντας τα φτερά της,
                    ἔτὸν δ᾿ αὖ Πείραιος δουρικλυτὸς ἀντίον ηὔδα:   αναμεσάς απ᾿ τον Τηλέμαχο και τ᾿ άρμενο, στο χώμα.
                    ν τ᾿ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:    Κι ο Θεοκλύμενος τον έσυρε μακριά από τους συντρόφους,

               530  «Τηλέμαχ᾿, οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις   Καθώς μιλούσεν, όρνιο πρόβαλε, δεξιά μεριά, γεράκι,
                    ἔγνων γάρ μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα.   του Απόλλωνα γοργός μαντάτορας, και περιστέρα έκράτει
                    ὑμετέρου δ᾿ οὐκ ἔστι γένος βασιλεύτερον ἄλλο   και τη μαδούσε μες στα νύχια του, σκορπώντας τα φτερά της,
                    ἐν δήμῳ Ἰθάκης, ἀλλ᾿ ὑμεῖς καρτεροὶ αἰεί.»   αναμεσάς απ᾿ τον Τηλέμαχο και τ᾿ άρμενο, στο χώμα.
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο Θεοκλύμενος τον έσυρε μακριά από τους συντρόφους,

               535  «αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη:   το χέρι του 'σφιξε, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα   «Με δίχως των θεών το θέλημα δεξιά δεν ήρθε τ᾿ ορνιο᾿
                    ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.»    ως το 'δα, το 'νιωσα, Τηλέμαχε, σημαδιακό πως είναι!
                    καὶ Πείραιον προσεφώνεε, πιστὸν ἑταῖρον:   Άλλη γενιά βασιλικότερη δεν έχει απ᾿ τη δικιά σας
                    «Πείραιε Κλυτίδη, σὺ δέ μοι τά περ ἄλλα μάλιστα   μες στην Ιθάκη᾿ σεις τη δύναμη για πάντα θα κρατάτε!»

               540  πείθῃ ἐμῶν ἑτάρων, οἵ μοι Πύλον εἰς ἅμ᾿ ἕποντο:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    καὶ νῦν μοι τὸν ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι σοῖσιν   «Άμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη!
                    ἐνδυκέως φιλέειν καὶ τιέμεν, εἰς ὅ κεν ἔλθω.»   Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν
                    ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,   δώρα από μένα, να σε 'βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.»
                    καδδραθέτην δ᾿ οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ   Σαν είπε αυτά, στον Πείραιο μίλησε, τον γκαρδιακό του ακράνη:
                    μίνυνθα:

               545  «Τηλέμαχ᾿, εἰ γάρ κεν σὺ πολὺν χρόνον ἐνθάδε   «Πείραιε, του Κλύτιου υγιέ, στη γνώμη μου κανένας δε συγκλίνει
                    μίμνοι,                                σαν όσο εσύ από τους συντρόφους μου που ακλούθηξαν στην
                    τόνδε τ᾿ ἐγὼ κομιῶ, ξενίων δέ οἱ οὐ ποθὴ ἔσται.»   Πύλο.
                    ὣς εἰπὼν ἐπὶ νηὸς ἔβη, ἐκέλευσε δ᾿ ἑταίρους   Έλα και τώρα, πάρε σπίτι σου για χάρη μου τον ξένο
                    αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.   και καλοσκάμνιζέ τον, τίμα τον, ως να γυρίσω πίσω.»
                    οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖ̈σι καθῖζον.   Κι ο Πείραιος, ο τρανός πολέμαρχος, του απηλογήθη κι είπε:

               550  Τηλέμαχος δ᾿ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,   «Μακάρι να 'μενες, Τηλέμαχε, πολύν καιρό εδώ πέρα
                    εἵλετο δ᾿ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,   θα τον γνοιαστώ τον ξένο, τίποτα δεν είναι να του λείψει.»
                    νηὸς ἀπ᾿ ἰκριόφιν: τοὶ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔλυσαν.   Είπε, και στ᾿ άρμενο ανεβαίνοντας προστάζει τους συντρόφους,
                    οἱ μὲν ἀνώσαντες πλέον ἐς πόλιν, ὡς ἐκέλευσε   μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες᾿
                    Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο:   μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα και στα ζυγά εκαθίσαν.
   188   189   190   191   192   193   194   195   196   197   198