Page 198 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 198

197




                    ἠδ᾿ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι,
               125  τόσσοι μητέρ᾿ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.   όλοι ζητάνε τη μητέρα μου και καταλύουν το βιος μου.
                    ἡ δ᾿ οὔτ᾿ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν   Κι αυτή το γάμο τον οχτρεύεται, μα μήτε τον αρνιέται
                    ποιῆσαι δύναται: τοὶ δὲ φθινύθουσιν ἔδοντες   μήτε να δώσει τέλος δύνεται τόν βιος εκείνοι ωστόσο
                    οἶκον ἐμόν: τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν.   μου τρων και μου αφανίζουν γρήγορα κι εμέ θα φαν τον ίδιο!
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται:   Όμως στα χέρια των αθάνατων είναι όλα κρεμασμένα.
               130  ἄττα, σὺ δ᾿ ἔρχεο θᾶσσον, ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ   Τώρα, παππού, γοργά στη φρόνιμη για τρέχα Πηνελόπη,
                    εἴφ᾿ ὅτι οἱ σῶς εἰμὶ καὶ ἐκ Πύλου εἰλήλουθα.   γερός πως είμαι και πως διάγειρα να πεις άπο την Πύλο.
                    αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μενέω, σὺ δὲ δεῦρο νέεσθαι,   Εγώ θα μείνω εδώ στη μάντρα μας, όμως και συ να στρέψεις,
                    οἴῃ ἀπαγγείλας: τῶν δ᾿ ἄλλων μή τις Ἀχαιῶν   μόνο εκείνης σαν πεις το μήνυμα᾿ κανείς Αργίτης άλλος
                    πευθέσθω: πολλοὶ γὰρ ἐμοὶ κακὰ μηχανόωνται.»    να μην το μάθει, τι τον θάνατο πολλοί μου μελετούνε.»

               135  τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:   Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
                    «γιγνώσκω, φρονέω: τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις.   «Κι εγώ το ξέρω, τα κατάλαβα, νογώ την προσταγή σου.
                    ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,   Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση και μίλα μου σταράτα,
                    ἦ καὶ Λαέρτῃ αὐτὴν ὁδὸν ἄγγελος ἔλθω   το μήνυμα σου αν θες πηγαίνοντας να πω και στο Λαέρτη —
                    δυσμόρῳ, ὃς τῆος μὲν Ὀδυσσῆος μέγ᾿ ἀχεύων   τον άμοιρο! Ο καημός τον έτρωγε και πρώτα του Οδυσσέα,

               140  ἔργα τ᾿ ἐποπτεύεσκε μετὰ δμώων τ᾿ ἐνὶ οἴκῳ   γνοιαζόταν όμως και τα χτήματα, και με τους δούλους σπίτι
                    πῖνε καὶ ἦσθ᾿, ὅτε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀνώγοι:   κι έπινε κι έτρωγε, σαν που 'θελε κάθε φορά η καρδιά του.
                    αὐτὰρ νῦν, ἐξ οὗ σύ γε ᾤχεο νηὶ̈ Πύλονδε,   Μα τώρα, αφόντας ξενιτεύτηκες στην Πύλο με καράβι,
                    οὔ πω μίν φασιν φαγέμεν καὶ πιέμεν αὔτως,   στο στόμα λεν νερό δεν έβαλε μηδέ φαγί καθόλου,
                    οὐδ᾿ ἐπὶ ἔργα ἰδεῖν, ἀλλὰ στοναχῇ τε γόῳ τε   μηδέ κοιτάζει πια τα χτήματα᾿ καθούμενος θρηνάται

               145  ἧσται ὀδυρόμενος, φθινύθει δ᾿ ἀμφ᾿ ὀστεόφι   και γόζεται, κι η σάρκα ολόγυρα στα κόκαλα του λιώνει.»
                    χρώς.»                                Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   «Κακό πολύ, μα ας τον αφήσουμε, κι ας καιγεται η καρδιά μας.
                    «ἄλγιον, ἀλλ᾿ ἔμπης μιν ἐάσομεν, ἀχνύμενοί περ:   Στο χέρι των θνητών αν έστεκε να γίνουνται όλα ως θέμε,
                    εἰ γὰρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι,   πρώτα θα διάλεγα του κύρη μου το γυρισμό απ᾿ τα ξένα.
                    πρῶτόν κεν τοῦ πατρὸς ἑλοίμεθα νόστιμον ἦμαρ.

               150  ἀλλὰ σύ γ᾿ ἀγγείλας ὀπίσω κίε, μηδὲ κατ᾿ ἀγροὺς   Μα ως πας το μήνυμα, εσύ διάγειρε, στα ξώμερα μην τρέχεις
                    πλάζεσθαι μετ᾿ ἐκεῖνον: ἀτὰρ πρὸς μητέρα εἰπεῖν   να βρεις εκείνον στη μητέρα μου να πεις θυμήσου μόνο
                    ἀμφίπολον ταμίην ὀτρυνέμεν ὅττι τάχιστα   να ξαποστείλει την κελάρισσα, χωρίς καιρό να χάσει,
                    κρύβδην: κείνη γὰρ κεν ἀπαγγείλειε γέροντι.»   κρυφά, κι εκείνη πια του γέροντα να φέρει το μαντάτο.»
                    ἦ ῥα καὶ ὦρσε συφορβόν: ὁ δ᾿ εἵλετο χερσὶ πέδιλα,   Με τέτοια λόγια τον ξεσήκωσε᾿ τα σάνταλά του εκείνος

               155  δησάμενος δ᾿ ὑπὸ ποσσὶ πόλινδ᾿ ἴεν. οὐδ᾿ ἄρ᾿   στα πόδια φόρεσε και κίνησε. Της Αθηνάς ωστόσο
                    Ἀθήνην                                ο θείος χοιροβοσκός δεν ξέφυγε πως το μαντρί είχε αφήσει.
                    λῆθεν ἀπὸ σταθμοῖο κιὼν Εὔμαιος ὑφορβός,   Χωρίς καιρό νά χάσει, ζύγωσε, κι είχε την όψη πάρει
                    ἀλλ᾿ ἥ γε σχεδὸν ἦλθε: δέμας δ᾿ ἤϊκτο γυναικὶ   γυναίκας όμορφης, τρανόκορμης, πιδέξιας ανυφάντρας.
                    καλῇ τε μεγάλῃ τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυίῃ.   Όξω στην πόρτα αντίκρυ εστάθηκε, για να τη δει ο Οδυσσέας,
                    στῆ δὲ κατ᾿ ἀντίθυρον κλισίης Ὀδυσῆϊ φανεῖσα:

               160  οὐδ᾿ ἄρα Τηλέμαχος ἴδεν ἀντίον οὐδ᾿ ἐνόησεν,   μα δεν την ένιωσε ο Τηλέμαχος κι ουδέ την είδε ομπρός του,
                    οὐ γὰρ πω πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς,   τι οι αθάνατοι δε φανερώνουνται στου καθενός τα μάτια.
                    ἀλλ᾿ Ὀδυσεύς τε κύνες τε ἴδον, καί ῥ᾿ οὐχ ὑλάοντο   Μόνο ο Οδυσσέας την είδε να 'ρχεται κι οι σκύλοι, που σκόρπισαν
                    κνυζηθμῷ δ᾿ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν.   κείθε απ᾿ τη μάντρα γλαφουνίζοντας, χωρίς να τη γαυγίσουν.
                    ἡ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ ὀφρύσι νεῦσε: νόησε δὲ δῖος   Κι ως με τα φρύδια εκείνη του 'γνεψε, κατάλαβε ο Οδυσσέας,
                    Ὀδυσσεύς,
   193   194   195   196   197   198   199   200   201   202   203