Page 201 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 201

200




                    ἐκ δὲ Σάμης πίσυρές τε καὶ εἴκοσι φῶτες ἔασιν,   κι ήρθαν ακόμα εικοσιτέσσερεις απ᾿ το νησί της Σάμης,
               250  ἐκ δὲ Ζακύνθου ἔασιν ἐείκοσι κοῦροι Ἀχαιῶν,   είκοσι ακόμα από τη Ζάκυθο των Αχαιών βλαστάρια,
                    ἐκ δ᾿ αὐτῆς Ἰθάκης δυοκαίδεκα πάντες ἄριστοι,   κι εδώ από την Ιθάκη δώδεκα, κι αρχοντοσέρνουν όλα.
                    καί σφιν ἅμ᾿ ἐστὶ Μέδων κῆρυξ καὶ θεῖος ἀοιδὸς   Μαζί κι ο κράχτης είναι ο Μέδοντας κι ο θείος ο τραγουδάρης,
                    καὶ δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων.   και δυο παιδόπουλά, που η τέχνη τους, τα κρέατα να λιανίζουν.
                    τῶν εἴ κεν πάντων ἀντήσομεν ἔνδον ἐόντων,   Όλους αυτούς αν τους πετύχουμε στο σπίτι μέσα, τρέμω
               255  μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι ἐλθών.   μη βγει πολύ πικρά πως πλέρωσες εσύ τις ανομίες τους.
                    ἀλλὰ σύ γ᾿, εἰ δύνασαί τιν᾿ ἀμύντορα μερμηρίξαι,   Να θυμηθείς λοιπόν για κοίταξε κανέναν παραστάτη,
                    φράζευ, ὅ κέν τις νῶϊν ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ.»   που να μπορεί σε μας με πρόθυμη καρδιά να δώσει χέρι.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:   Γυρνώντας ο θεϊκός, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας:
                    «τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ   «Εγώ θα πω, και συ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσέ μου'
                    ἄκουσον:

               260  καὶ φράσαι ἤ κεν νῶϊν Ἀθήνη σὺν Διὶ πατρὶ   λες η Αθηνά με τον πατέρα της το Δία πως δε μας φτάνει,
                    ἀρκέσει, ἦέ τιν᾿ ἄλλον ἀμύντορα μερμηρίξω.»   για κάποιον άλλο να 'βρω θα 'θελες που να σταθεί κοντά μας;»
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «ἐσθλώ τοι τούτω γ᾿ ἐπαμύντορε, τοὺς ἀγορεύεις,   «Τούτοι καλοί 'ναι που νομάτισες πως θα σταθούν κοντά μας,
                    ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω: ὥ τε καὶ ἄλλοις   κι ας κάθουνται ψηλά στα σύγνεφα᾿ τι αυτοί απ᾿ τους άλλους όλους,

               265  ἡ ἀνδράσι τε κρατέουσι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.»    και των θνητών και των αθάνατων, οι πιο τρανοί λογιούνται.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:   Γυρνώντας ο θεϊκός, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας:
                    «οὐ μέν τοι κείνω γε πολὺν χρόνον ἀμφὶς ἔσεσθον  «Πολληώρα λέω μακριά απ᾿ τον πόλεμο δε θα σταθούν τον άγριο
                    φυλόπιδος κρατερῆς, ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν   εκείνοι οι δυό, καθώς στο σπίτι μας εμείς με τους μνηστήρες
                    ἐν μεγάροισιν ἐμοῖσι μένος κρίνηται Ἄρηος.   απάλιο φοβερό θα στήσουμε, σε ποιόν θα γείρει η νίκη.

               270  ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν ἔρχευ ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφιν   Μα τώρα εσύ με τα χαράματα στο σπίτι γύρνα πίσω
                    οἴκαδε, καὶ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὁμίλει:   κι ανακατέψου με τους άνομους μνηστήρες᾿ σε λιγάκι
                    αὐτὰρ ἐμὲ προτὶ ἄστυ συβώτης ὕστερον ἄξει,   θα δεις και μένα ο θείος χοιροβοσκός στο κάστρο να με φέρνει'
                    πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι.   και θα 'χω είδη ζητιάνου, γέροντα και λεροφορεμένου.
                    εἰ δέ μ᾿ ἀτιμήσουσι δόμον κάτα, σὸν δὲ φίλον κῆρ   Κι αν καταφρόνια μες στο σπίτι μας μου δείξουν,

               275                                        εσύ κράτα στα στήθη την καρδιά σου ατάραχη, βαριά κι ας με
                    τετλάτω ἐν στήθεσσι κακῶς πάσχοντος ἐμεῖο,   παιδεύουν
                    ἤν περ καὶ διὰ δῶμα ποδῶν ἕλκωσι θύραζε   κι από τα πόδια να με σέρνουνε να με πετάξουν όξω,
                    ἢ βέλεσι βάλλωσι: σὺ δ᾿ εἰσορόων ἀνέχεσθαι.   να ρίχνουν ό,τι θες απάνω μου — βλέπε και βαστά μόνο!
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι παύεσθαι ἀνωγέμεν ἀφροσυνάων,
                                                          Μονάχα αρμήνευέ τους τ᾿ άμυαλα φερσίματα να πάψουν,
                    μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν: οἱ δέ τοι οὔ τι
                                                          με λόγια μαλακά μιλώντας τους᾿ κι εκείνοι δε θ᾿ ακούσουν,
               280  πείσονται: δὴ γάρ σφι παρίσταται αἴσιμον ἦμαρ.   τι κιόλα στέκεται από πάνω τους η μοίρα του θανάτου.
                    ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν:   Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σου 'λεγα και συ στα φρένα βαλ᾿ το᾿
                    ὁππότε κεν πολύβουλος ἐνὶ φρεσὶ θῇσιν Ἀθήνη,   το νου μου ως η Αθηνά η πολύβουλη φωτίσει και σου γνέψω
                    νεύσω μέν τοι ἐγὼ κεφαλῇ, σὺ δ᾿ ἔπειτα νοήσας   με το κεφάλι, εσύ κατάλαβε, κι όσα άρματα πολέμου
                    ὅσσα τοι ἐν μεγάροισιν Ἀρήϊα τεύχεα κεῖται   στο αρχονταρίκι μέσα βρίσκουνται να τα σηκώσεις όλα᾿

               285  ἐς μυχὸν ὑψηλοῦ θαλάμου καταθεῖναι ἀείρας   κι ως στη γωνιά της μέσα κάμαρας της αψηλής τα κρύψεις,
                    πάντα μάλ': αὐτὰρ μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι   χωρίς ν᾿ αφήσεις ένα, πλάνευε με λόγια τους μνηστήρες
                    παρφάσθαι, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες:   γλυκά, καθώς αυτοί θωρώντας τα να λείπουν θα ρωτάνε:
                    «ἐκ καπνοῦ κατέθηκ᾿, ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει   ,, Τα πήρα απ᾿ τους καπνούς και τα 'κρυψα᾿ πια αλήθεια δε θύμιζαν
                    οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,   αυτά ο Οδυσσέας που άφηκε κάποτε να πάει στης Τροίας τα μέρη'

               290  ἀλλὰ κατῄκισται, ὅσσον πυρὸς ἵκετ᾿ ἀϋτμή.   η ανάσα της φωτιάς τους θάμπωσεν εδώ κι εκεί τη λάμψη —
   196   197   198   199   200   201   202   203   204   205   206