Page 203 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 203
202
335 ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἵκοντο δόμον θείου βασιλῆος, Κι ως φτάσαν στου θεϊκού ρηγάρχη τους σε λίγο το παλάτι,
κῆρυξ μέν ῥα μέσῃσι μετὰ δμῳῇσιν ἔειπεν: ο κράχτης στάθηκε και φώναξεν εκεί μπροστά στις δούλες:
«ἤδη τοι, βασίλεια, φίλος πάϊς εἰλήλουθε.» « Άκου, βασίλισσα, πια εδιάγειρεν ο γιος σου από την Πύλο!»
Πηνελοπείῃ δ᾿ εἶπε συβώτης ἄγχι παραστὰς Μα ο θείος χοιροβοσκός έζύγωσε την Πηνελόπη πρώτα
πάνθ᾿ ὅσα οἱ φίλος υἱὸς ἀνώγει μυθήσασθαι. κι από κοντά του γιου της έλεγε το μήνυμα για κείνη.
340 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶσαν ἐφημοσύνην ἀπέειπε, Μόλις της είπε όσα παράγγειλεν εκείνος άκρη ως άκρη,
βῆ ῥ᾿ ἴμεναι μεθ᾿ ὕας, λίπε δ᾿ ἕρκεά τε μέγαρόν τε. αυλή και κάμαρες παράτησε, στους χοίρους να διαγείρει.
μνηστῆρες δ᾿ ἀκάχοντο κατήφησάν τ᾿ ἐνὶ θυμῷ, Μα τους μνηστήρες πίκρα επλάκωσε βαριά και στενοχώρια,
ἐκ δ᾿ ἦλθον μεγάροιο παρὲκ μέγα τειχίον αὐλῆς, κι απ᾿ το παλάτι εβγήκαν, της αυλής τον τοίχο προσπερνώντας,
αὐτοῦ δὲ προπάροιθε θυράων ἑδριόωντο. κι απόξω εκεί από την αυλόπορτα σε συντυχιά κάθιζαν.
345 τοῖσιν δ᾿ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἦρχ᾿ Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, το λόγο εκίνα πρώτος:
ἀγορεύειν: «Φίλοι, τρανή δουλειά ο Τηλέμαχος με τούτο το ταξίδι
«ὦ φίλοι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως τετέλεσται σκάρωσε απόκοτα, κι ας λέγαμε πως δε θα το τελέψει.
Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε: φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι. Μα ομπρός, καράβι μαύρο ας ρίξουμε, το πιο γοργό,
ἀλλ᾿ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν ἥ τις ἀρίστη, στο κύμα και κουπολάτες ας μαζώξουμε, χωρίς καιρό να χάσουν
ἐς δ᾿ ἐρέτας ἁλιῆας ἀγείρομεν, οἵ κε τάχιστα
350 κείνοις ἀγγείλωσι θοῶς οἶκόνδε νέεσθαι.» σε κείνους να μηνύσουν, γρήγορα ξοπίσω να διαγείρουν.»
οὔ πω πᾶν εἴρηθ᾿, ὅτ᾿ ἄρ᾿ Ἀμφίνομος ἴδε νῆα, Ακόμα εστέκουνταν ο λόγος του, κι ο Αμφίνομος, γυρνώντας
στρεφθεὶς ἐκ χώρης, λιμένος πολυβενθέος ἐντός, απ᾿ το θρονί του, βλέπει τ᾿ άρμενο μες στο βαθύ λιμάνι,
ἱστία τε στέλλοντας ἐρετμά τε χερσὶν ἔχοντας. την ώρα τα πανιά που εμάϊναραν και τα κουπιά κρατούσαν.
ἡδὺ δ᾿ ἄρ᾿ ἐκγελάσας μετεφώνεεν οἷς ἑτάροισι: Με την καρδιά του τότε γέλασε και λέει στους συντρόφους του:
355 «Ανάγκη πια καμιά για μήνυμα, πια εμπήκαν μέσα, να 'τους!
«μή τιν᾿ ἔτ᾿ ἀγγελίην ὀτρύνομεν: οἵδε γὰρ ἔνδον.
ἤ τίς σφιν τόδ᾿ ἔειπε θεῶν, ἢ εἴσιδον αὐτοὶ Από θεό μπορεί να το 'μαθαν, μπορεί κι ατοί τους να 'δαν
να προσπερνάει μπροστά τους τ᾿ άρμενο και πια δεν το
νῆα παρερχομένην, τὴν δ᾿ οὐκ ἐδύναντο κιχῆναι.» πρόφταιναν.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἀνστάντες ἔβαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης, Σαν είπε τούτα, εκείνοι ασκώθηκαν και τρέξαν στο ακρογιάλι
αἶψα δὲ νῆα μέλαιναν ἐπ᾿ ἠπείροιο ἔρυσσαν,
και στη στεριά τράβηξαν γρήγορα το μελανό καράβι,
360 τεύχεα δέ σφ᾿ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες. και τα παιδόπουλα τα πέρφανα σήκωσαν τ᾿ άρματά τους.
αὐτοὶ δ᾿ εἰς ἀγορὴν κίον ἀθρόοι, οὐδέ τιν᾿ ἄλλον Κι εκείνοι επήραν δρόμο, σύναξη στην αγορά να κάμουν,
εἴων οὔτε νέων μεταί̈ζειν οὔτε γερόντων. κι άλλον κοντά τους, νιο για γέροντα, να κάτσει δεν άφηναν.
τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός: Κι ο γιος του Ευττείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσά τους είπε:
«ὢ πόποι, ὡς τόνδ᾿ ἄνδρα θεοὶ κακότητος ἔλυσαν. «Ωχού, οι θεοί και πως τον γλίτωσαν του Χάρου ετούτον τώρα!
365 ἤματα μὲν σκοποὶ ἷζον ἐπ᾿ ἄκριας ἠνεμοέσσας Τη μέρα βάρδιες στ᾿ ανεμόδαρτα στέκονταν κορφοβούνια
αἰὲν ἐπασσύτεροι: ἅμα δ᾿ ἠελίῳ καταδύντι κι όλο συνάλλαζαν κι ως βούλιαζεν ο γήλιος, δε μας είδε
οὔ ποτ᾿ ἐπ᾿ ἠπείρου νύκτ᾿ ἄσαμεν, ἀλλ᾿ ἐνὶ πόντῳ μια νύχτα στη στεριά να υπνώνουμε᾿ μες στο γοργό καράβι
νηὶ̈ θοῇ πλείοντες ἐμίμνομεν Ἠῶ δῖαν, ως τα χαράματα αλωνίζαμε το πέλαγο, καρτέρι
Τηλέμαχον λοχόωντες, ἵνα φθίσωμεν ἑλόντες έχοντας στήσει στον Τηλέμαχο, να βρει το θάνατο του'
370 αὐτόν: τὸν δ᾿ ἄρα τῆος ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων, όμως την ιδίαν ώρα ένας θεός τον γύριζε στο σπίτι!
ἡμεῖς δ᾿ ἐνθάδε οἱ φραζώμεθα λυγρὸν ὄλεθρον Καιρός πια εδώ να μελετήσουμε το μαύρο χαλασμό του,
Τηλεμάχῳ, μηδ᾿ ἧμας ὑπεκφύγοι: οὐ γὰρ ὀί̈ω να μη γλιτώσει πια ο Τηλέμαχος απ᾿ τα δικά μας χέρια'
τούτου γε ζώοντος ἀνύσσεσθαι τάδε ἔργα. αν τούτος ζει, δεν το φαντάζουμαι να βγει η δουλειά μας πέρα'
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε, τι ατός του να σκεφτεί κι απόφαση να πάρει τώρα ξέρει᾿
375 λαοὶ δ᾿ οὐκέτι πάμπαν ἐφ᾿ ἡμῖν ἦρα φέρουσιν. κι ουδέ κι ο κόσμος την αγάπη του για μας ως πρώτα δείχνει.
ἀλλ᾿ ἄγετε, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς Μα ελάτε, πριν αυτός σε σύναξη τους Αχαιούς καλέσει'
εἰς ἀγορήν--οὐ γάρ τι μεθησέμεναί μιν ὀί̈ω, τι ν᾿ απομείνει δε φαντάζουμαι με σταυρωμένα χέρια'