Page 205 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 205

204




                    μάργε, τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ θάνατόν τε μόρον τε   Δαιμονισμένε, του Τηλέμαχου το θάνατο τι κλώθεις,
                    ῥάπτεις, οὐδ᾿ ἱκέτας ἐμπάζεαι, οἷσιν ἄρα Ζεὺς   και τους ικέτες πως δε σέβεσαι, που ο Δίας τους διαφεντεύει;
                    μάρτυρος; οὐδ᾿ ὁσίη κακὰ ῥάπτειν ἀλλήλοισιν.   Κρίμα μεγάλο είναι ένας άνθρωπος του άλλου κακό να κλώθει.
                    ἦ οὐκ οἶσθ᾿ ὅτε δεῦρο πατὴρ τεὸς ἵκετο φεύγων,   Για τον πατέρα σου δεν άκουσες, που απ᾿ του λαού το φόβο

               425   δῆμον ὑποδείσας; δὴ γὰρ κεχολώατο λίην,   έτρεξε ικέτης στο παλάτι μας; του 'χαν θυμό μεγάλο,
                    οὕνεκα ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν   το με Ταφιώτες τα συνταίριαξε, τη γη να διαγουμίσουν
                    ἤκαχε Θεσπρωτούς: οἱ δ᾿ ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν:   των Θεσπρωτών, κι αυτοί αγανάχτησαν, κι ήταν δικοί μας φίλοι'
                    τόν ῥ᾿ ἔθελον φθῖσαι καὶ ἀπορραῖσαι φίλον ἦτορ   και θέλαν να του δώσουν θάνατο, να σκίσουν την καρδιά του,
                    ἠδὲ κατὰ ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν:   κι ακόμα το πολυπεθύμητο βαρύ του βιος να φανέ᾿

               430  ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ.   και μοναχά ο Οδυσσέας τους κράτησε, τη φόρα κόβοντας τους.
                    τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις, μνάᾳ δὲ γυναῖκα   Τώρα του τρως το σπίτι απλέρωτα, το ταίρι του γυρεύεις,
                    παῖδά τ᾿ ἀποκτείνεις, ἐμὲ δὲ μεγάλως ἀκαχίζεις:   και στον υγιό του δίνεις θάνατο και μένα πίκρες δίνεις.
                    ἀλλά σε παύσασθαι κέλομαι καὶ ἀνωγέμεν   Σταμάτα πια, και στους επίλοιπους να σταματήσουν μίλα!»
                    ἄλλους.»                              Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, της αποκρίθη κι είπε:
                    τὴν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον
                    ηὔδα:

               435  «κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια,   «Κουράγιο, Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικάριου θυγατέρα!
                    θάρσει: μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.   Θέλω για τούτα να μη γνοιάζεσαι καθόλου στην καρδιά σου'
                    οὐκ ἔσθ᾿ οὗτος ἀνὴρ οὐδ᾿ ἔσσεται οὐδὲ γένηται,   άντρας δεν είναι κι ουδέ βρίσκεται κι ουδέ ποτέ θα γένει,
                    ὅς κεν Τηλεμάχῳ σῷ υἱέϊ χεῖρας ἐποίσει   που χέρι απάνω στον Τηλέμαχο θ᾿ απλώσει, τον υγιό σου,
                    ζώοντός γ᾿ ἐμέθεν καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο.   ενώ όσο ζω κι όσο τα μάτια μου τη γης θωρούν ετούτη.

               440  ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται:   Το λόγο που θα πω αφουγκράσου τον, τι σίγουρα θα γένει:
                    αἶψά οἱ αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρὶ   ευτύς θ᾿ αναβρυσίσει το αίμα του τρογύρα απ᾿ το δικό μου
                    ἡμετέρῳ, ἐπεὶ ἦ καὶ ἐμὲ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς   κοντάρι᾿ τι κι εγώ στα γόνατα του καστροπολεμίτη
                    πολλάκι γούνασιν οἷσιν ἐφεσσάμενος κρέας ὀπτὸν  έχω Όδυσσέα καθίσει, ως μου 'βαζε ψητό στα χέρια κρέας,
                    ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν, ἐπέσχε τε οἶνον ἐρυθρόν.   και κόκκινο στα χείλη μου 'φερνε κρασί να πιώ᾿ για τούτο
               445  τῷ μοι Τηλέμαχος πάντων πολὺ φίλτατός ἐστιν   πιότερο απ᾿ όλους τον Τηλέμαχο μες στην καρδιά τον έχω.
                    ἀνδρῶν, οὐδέ τί μιν θάνατον τρομέεσθαι ἄνωγα   Κι ουδέ και να 'χει φόβο, θάνατο πως θα 'βρει απ᾿ τους μνηστήρες'
                    ἔκ γε μνηστήρων: θεόθεν δ᾿ οὐκ ἔστ᾿ ἀλέασθαι.»   μα αν είναι να 'ρθει απ᾿ τους αθάνατους, αυτόν δεν τον ξεφεύγει.»
                    ὣς φάτο θαρσύνων, τῷ δ᾿ ἤρτυεν αὐτὸς ὄλεθρον.   Έτσι την γκάρδιωνε, κι ας έκλωθε μονάχος του το φόνο.
                    ἡ μὲν ἄρ᾿ εἰσαναβᾶσ᾿ ὑπερώϊα σιγαλόεντα   Κι αυτή γυρνώντας κι ανεβαίνοντας στα λιόφωτα τ᾿ ανώγια
               450  κλαῖεν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον  τον Οδυσσέα θυμήθη κι έκλαιγε, τον άντρα της, ωσόπου
                    ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.   της έχυσε η Αθηνά η γλαυκόματη γλυκό στα μάτια γύπνο.
                    ἑσπέριος δ᾿ Ὀδυσῆϊ καὶ υἱέϊ δῖος ὑφορβὸς   Είχε βραδιάσει, ο θείος σαν έφτασε χοιροβοσκός να σμίξει
                    ἤλυθεν: οἱ δ᾿ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὡπλίζοντο,   τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο, που σύνταζαν το δείπνο,
                    σῦν ἱερεύσαντες ἐνιαύσιον. αὐτὰρ Ἀθήνη,   μονοχρονιάρη χοίρο σφάζοντας. Κι ήρθε η Αθηνά η Παλλάδα

               455  ἄγχι παρισταμένη, Λαερτιάδην Ὀδυσῆα   και στου Λαέρτη δίπλα εστάθηκε το γιο, τον Οδυσσέα,
                    ῥάβδῳ πεπληγυῖα πάλιν ποίησε γέροντα,   και τον ξανάκανε, χτυπώντας τον με το ραβδί της, γέρο,
                    λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροί̈, μή ἑ συβώτης   και ρούχα στο κορμί του φόρεσε λερά, ο χοιροβοσκός του
                    γνοίη ἐσάντα ἰδὼν καὶ ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ   να μη τον δει κι ανανογιώντας τον το μυστικά δεν κρύψει,
                    ἔλθοι ἀπαγγέλλων μηδὲ φρεσὶν εἰρύσσαιτο.   μονάχα τρέξει και στη φρόνιμη το πει την Πηνελόπη.

               460  τὸν καὶ Τηλέμαχος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπεν:   Και πρώτα μίλησε ο Τηλέμαχος κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «ἦλθες, δῖ᾿ Εὔμαιε. τί δὴ κλέος ἔστ᾿ ἀνὰ ἄστυ;   «Καλώς το θείο τον Εύμαιο! Γρίκησες κανένα νέο στη χώρα;
                    ἦ ῥ᾿ ἤδη μνηστῆρες ἀγήνορες ἔνδον ἔασιν   Οι πέρφανοι μνηστήρες διάγειραν απ᾿ το καρτέρι τάχα, για ακόμα
                    ἐκ λόχου, ἦ ἔτι μ᾿ αὖτ᾿ εἰρύαται οἴκαδ᾿ ἰόντα;»   τριγυρνούν φυλάγοντας ποιάν ώρα θα γυρίσω;»
   200   201   202   203   204   205   206   207   208   209   210