Page 210 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 210

209




                    νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνοὺς   τα νιόγεννά της βυζανιάρικα λαφάκια να κοιμίσει,
                    κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα    και ξεκινάει μετά γυρεύοντας βοσκή στα καταράχια
                    βοσκομένη, ὁ δ᾿ ἔπειτα ἑὴν εἰσήλυθεν εὐνήν,   και στα χλωρά φαράγγια᾿ κι άξαφνα στην κοίτη του γυρνώντας

               130  ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν,   άσκημο ο λιόντας δίνει θάνατο σ᾿ αυτήν και στα παιδιά της—
                    ὣς Ὀδυσεὺς κείνοισιν ἀεικέα πότμον ἐφήσει.   όμοια άσκημο θα δώσει θάνατο σε κείνους ο Οδυσσέας.
                    αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,   Να 'ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, και τώρα
                    τοῖος ἐὼν οἷός ποτ᾿ ἐϋκτιμένῃ ἐνὶ Λέσβῳ   καθώς και τότε στην καλόχτιστη τη Λέσβο, εκεί που μόλις
                    ἐξ ἔριδος Φιλομηλεί̈δῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς,   τον αντροκάλεσαν, επάλεψε με το Φιλομηλείδη,

               135  κὰδ δ᾿ ἔβαλε κρατερῶς, κεχάροντο δὲ πάντες Ἀχαιοί,   και καταγής μεμιάς τον έστρωσε, κι όλοι οι Αχαιοί χάρηκαν!
                    τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς:   Τέτοιος και τώρα εδώ να γύριζε να σμίξει τους μνηστήρες,
                    πάντες κ᾿ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.   πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε, γοργός ο θάνατος τους!
                    ταῦτα δ᾿ ἅ μ᾿ εἰρωτᾷς καὶ λίσσεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε   Για τούτα τώρα που με ρώτησες και με παρακαλιέσαι,
                    ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν οὐδ᾿ ἀπατήσω,   ψευτιές δε θα σου πω ξεφεύγοντας μηδέ θα σε γελάσω'

               140  ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής,   τα λόγια του θαλασσογέροντα του αλάθευτου, όσα μου 'πε,
                    τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ᾿ ἐπικεύσω.   θ᾿ ακούσεις᾿ δε θα κρύψω τίποτα μηδέ θ᾿ αποσκεπάσω'
                    φῆ μιν ὅ γ᾿ ἐν νήσῳ ἰδέειν κρατέρ᾿ ἄλγε᾿ ἔχοντα,   σ᾿ ένα νησί τον είδε, μου 'λεγε, σε μιας ξωθιάς το σπίτι,
                    νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ   στης Καλυψώς, να σέρνει βάσανα᾿ δικό της τον κρατούσε,
                    ἴσχει: ὁ δ᾿ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι.   αθέλητά του, κι ουδέ δονούνταν να ιδεί ξανά πατρίδα'

               145  οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,   δεν είχε πια μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
                    οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης»   στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
                    «ὣς ἔφατ᾿ Ἀτρεί̈δης, δουρικλειτὸς Μενέλαος.   Τέτοια ο Μενέλαος, ο περίλαμπρος υγιός του Ατρέα, μιλούσε.
                    ταῦτα τελευτήσας νεόμην: ἔδοσαν δέ μοι οὖρον   Κι εγώ σαν τέλεψα, ξεκίνησα, κι οι αθάνατοι μου στείλαν
                    ἀθάνατοι, τοί μ᾿ ὦκα φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἔπεμψαν.»   πρίμον αγέρα, προβοδώντας με στη γη την πατρική μου.»

               150  ὣς φάτο, τῇ δ᾿ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε.   Αυτά είπε, κι εκείνης ταράχτηκε βαθιά η καρδιά στα στήθη.
                    τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:   Κι ο Θεοκλύμενος της μίλησεν ο θεοδιωματάρης:
                    «ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,    «Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
                    ἦ τοι ὅ γ᾿ οὐ σάφα οἶδεν, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον:   το λόγο μου άκουσε, τι θα 'θελα τα που δεν ξέρει τούτος
                    ἀτρεκέως γάρ σοι μαντεύσομαι οὐδ᾿ ἐπικεύσω:   εγώ να προφητέψω αλάθευτα, χωρίς να σου τα κρύψω:

               155  ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν, ξενίη τε τράπεζα   Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλιάς η τάβλα
                    ἱστίη τ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω,   και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο,
                    ὡς ἦ τοι Ὀδυσεὺς ἤδη ἐν πατρίδι γαίῃ,   πως ο Οδυσσέας στο χώμα βρίσκεται το πατρικό του κιόλας'
                    ἥμενος ἢ ἕρπων, τάδε πευθόμενος κακὰ ἔργα,   θες καθιστός, θες τριγυρίζοντας για τις δουλειές να μάθει
                    ἔστιν, ἀτὰρ μνηστῆρσι κακὸν πάντεσσι φυτεύει:   ρωτάει τις άνομες, και θάνατο για τους μνηστήρες κλώθει᾿

               160  τοῖον ἐγὼν οἰωνὸν ἐϋσσέλμου ἐπὶ νηὸς   τι είδα σημάδι απ᾿ όρνιο αντίκρυ μου, και το 'πα και, στο γιο σου,
                    ἥμενος ἐφρασάμην καὶ Τηλεμάχῳ ἐγεγώνευν.»   στο καλοκούβερτο καράβι του καθώς καθόμουν μέσα.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:   Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
                    «αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη:   «Αμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη!
                    τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα   Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν

               165                                         δώρα από μένα, να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.»
                    ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.»
                    ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,   Τέτοια μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι, κι οι μνηστήρες
                                                           την ώρα τους περνούσαν παίζοντας και ξεσυνεριζόνταν
                    μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο   μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο με δίσκους, με
                    δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες,   κοντάρια,
                    ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, ὅθι περ πάρος ὕβριν ἔχοντες.
                                                           στο πατημένο σιάδι, όπου 'παιζαν, οι αδιάντροποι, και πρώτα.
   205   206   207   208   209   210   211   212   213   214   215