Page 209 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 209

208




                    δὴ τότε μοι χαίροντι φέρειν πρὸς δώματα χαίρων.»    τρανή χαρά κι οι δυο που θα 'χουμε στο σπίτι να τα φέρεις!»
                    ὡς εἰπὼν ξεῖνον ταλαπείριον ἦγεν ἐς οἶκον.   Είπε, και πήρε τον πολύπαθο τον ξένο στο παλάτι'

               85   ὣ αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας,   και μόλις έφτασαν στο σπίτι του το καλοκαμωμένο
                    χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,   κι αφήκαν πάνω στα καθίσματα τις χλαίνες που φορούσαν,
                    ἐς δ᾿ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο.   σε καλοσκαλισμένους μπήκανε για να λουστούν λουτήρες.
                    τοὺς δ᾿ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,   Κι αφού τους λούσαν και τους άλειψαν με μύρο οι παρακόρες
                    ἀμφὶ δ᾿ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλον ἠδὲ χιτῶνας,   και στο κορμί σγουρές τους φόρεσαν χλαμύδες και χιτώνες,

               90   ἔκ ῥ᾿ ἀσαμίνθων βάντες ἐπὶ κλισμοῖσι καθῖζον.   απ᾿ τους λουτήρες βγήκαν έπειτα και σε θρονιά κάθιζαν.
                    χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα   Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
                    καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,   χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
                    νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.   για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
                    σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,   Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλάει, και πλήθος

               95   εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.   φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους.
                    μήτηρ δ᾿ ἀντίον ἷζε παρὰ σταθμὸν μεγάροιο   Αντίκρυ, σε θρονί, κι η μάνα του καθίζει, στου αντρωνίτη
                    κλισμῷ κεκλιμένη, λέπτ᾿ ἠλάκατα στρωφῶσα.   πλάι μια κολόνα, ψιλογνέθοντας μαλλί στην αλακάτη.
                    οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον,   Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν
                    αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,   και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,

               100  τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε περίφρων Πηνελόπεια:   κινούσε η Πηνελόπη η φρόνιμη το λόγο πρώτη κι είπε:
                    «Τηλέμαχ᾿, ἦ τοι ἐγὼν ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα   «Λογιάζω, είναι καιρός, Τηλέμαχε, στο ανώι ν᾿ ανέβω απάνω
                    λέξομαι εἰς εὐνήν, ἥ μοι στονόεσσα τέτυκται,   και να πλαγιάσω στο κρεβάτι μου το πολυστέναχτό μου,
                    αἰεὶ δάκρυσ᾿ ἐμοῖσι πεφυρμένη, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς   το μουσκεμένο από τους θρήνους μου, τόσος καιρός που εδιάβη,
                    ᾤχεθ᾿ ἅμ᾿ Ἀτρεί̈δῃσιν ἐς Ἴλιον: οὐδέ μοι ἔτλης,   αφόντας ο Οδυσσέας εκίνησε να πάει στην Τροία. Πριν στρέψουν

               105  πρὶν ἐλθεῖν μνηστῆρας ἀγήνορας ἐς τόδε δῶμα,   ωστόσο εδώ οι μνηστήρες οι άνομοι, πως το βαστάς το που 'χεις
                    νόστον σοῦ πατρὸς σάφα εἰπέμεν, εἴ που ἄκουσας.»   τυχόν ακούσει για τον κύρη σου να μη μου φανερώνεις;»
                    τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
                    «τοιγὰρ ἐγώ τοι, μῆτερ, ἀληθείην καταλέξω.   «Την πάσα αλήθεια από το στόμα μου θ᾿ ακούσεις τώρα, μάνα'
                    ᾠχόμεθ᾿ ἔς τε Πύλον καὶ Νέστορα, ποιμένα λαῶν:   στην Πύλο ως πήγαμε, τον Νέστορα να ιδώ το στρατολάτη,

               110  δεξάμενος δέ με κεῖνος ἐν ὑψηλοῖσι δόμοισιν   με δέχτη αυτός στο αψηλοτάβανο παλάτι του με αγάπη
                    ἐνδυκέως ἐφίλει, ὡς εἴ τε πατὴρ ἑὸν υἱὸν   και με γνοιαζόταν, όπως γνοιάζεται πατέρας τον υγιό του,
                    ἐλθόντα χρόνιον νέον ἄλλοθεν: ὣς ἐμὲ κεῖνος   που από τα ξένα μόλις έφτασε μετά από πλήθος χρόνια'
                    ἐνδυκέως ἐκόμιζε σὺν υἱάσι κυδαλίμοισιν.   τόσο κι οι γιοί του οι πολυδόξαστοι κι ατός του με γνοιάζονταν.
                    αὐτὰρ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος οὔ ποτ᾿ ἔφασκεν,   Μα του Οδυσσέα του καρτερόψυχου μαντάτο από κανέναν

               115  ζωοῦ οὐδὲ θανόντος, ἐπιχθονίων τευ ἀκοῦσαι:   θνητό δεν είχε ακούσει, αν πέθανε για αν ζούσε ακόμα κάπου.
                    ἀλλά μ᾿ ἐς Ἀτρεί̈δην, δουρικλειτὸν Μενέλαον,   Γι᾿ αυτό και στο Μενέλαο μ᾿ έστειλε με στέριο αμάξι κι άτια,
                    ἵπποισι προὔπεμψε καὶ ἅρμασι κολλητοῖσιν.   στου Ατρέα το γιο τον κονταρόχαρο᾿ κι αντίκρισα εκεί πέρα
                    ἔνθ᾿ ἴδον Ἀργείην Ἑλένην, ἧς εἵνεκα πολλὰ   και την Ελένη την αργίτισσα, που απ᾿ αφορμή της μύρια
                    Ἀργεῖοι Τρῶές τε θεῶν ἰότητι μόγησαν.    τυράννια απ᾿ των θεών το θέλημα και Τρώες κι Αργίτες σύραν.

               120  εἴρετο δ᾿ αὐτίκ᾿ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος   Κι αμέσως έπειτα ο βροντόφωνος Μενέλαος με ρωτούσε,
                    ὅττευ χρηί̈ζων ἱκόμην Λακεδαίμονα δῖαν:   σαν ποια στη θεία τη Λακεδαίμονα μ᾿ είχε φερμένο ανάγκη.
                    αὐτὰρ ἐγὼ τῷ πᾶσαν ἀληθείην κατέλεξα:   Κι όπως εγώ του ξαφηγήθηκα την πάσα αλήθεια τότε,
                    καὶ τότε δή με ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν:   εκείνος τέτοια μου αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
                    «ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονος ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ   ,, Πω πω, σε τίνος λιονταρόκαρδου την κλίνη αντρός αλήθεια

               125  ἤθελον εὐνηθῆναι, ἀνάλκιδες αὐτοὶ ἐόντες.   θέλησαν να πλαγιάσουν άνθρωποι δειλοί και τιποτένιοι!
                    ὡς δ᾿ ὁπότ᾿ ἐν ξυλόχῳ ἔλαφος κρατεροῖο λέοντος   Πως μια αλαφίνα λιόντα ανήμερου πατάει τα δασοτόπια,
   204   205   206   207   208   209   210   211   212   213   214