Page 206 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 206
205
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα: Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του πες:
465 «οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι «Γι᾿ αυτά που τώρα λες δε γνοιάστηκα διαβαίνοντας το κάστρο
ἄστυ καταβλώσκοντα: τάχιστά με θυμὸς ἀνώγει κανέναν να ρωτήσω᾿ μ᾿ έβιαζε μαθές πολύ η ψυχή μου
ἀγγελίην εἰπόντα πάλιν δεῦρ᾿ ἀπονέεσθαι. μιαν ώρα αρχύτερα το μήνυμα να πάω και να διαγείρω.
ὡμήρησε δέ μοι παρ᾿ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς, Μα κάποιον βρήκα απ᾿ τους συντρόφους σου γοργό μαντατοφόρο,
κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν. τον κράχτη, που 'φερε στη μάνα σου το μήνυμα σου πρώτος.
470 ἄλλο δέ τοι τό γε οἶδα: τὸ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν. Κι ακόμα κάτι, με τα μάτια μου που το 'χω δεί, κατέχω᾿
ἤδη ὑπὲρ πόλιος, ὅθι θ᾿ Ἕρμαιος λόφος ἐστίν, καθώς γυρνούσα πίσω, βρέθηκα στου Ερμή που λεν το λόφο,
ἦα κιών, ὅτε νῆα θοὴν ἰδόμην κατιοῦσαν πάνω απ᾿ την πόλη, κι ως αγνάντεψα, θωρώ καράβι ξάφνου
ἐς λιμέν᾿ ἡμέτερον: πολλοὶ δ᾿ ἔσαν ἄνδρες ἐν αὐτῇ, γοργό να μπαίνει στο λιμάνι μας με πλήθος άντρες μέσα,
βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι: και να 'ναι φορτωμένο δίμυτα κοντάρια και σκουτάρια'
475 καὶ σφέας ὠί̈σθην τοὺς ἔμμεναι, οὐδέ τι οἶδα.» και τότε αυτοί πως είναι απείκασα, μα σίγουρος δεν είμαι.»
ὣς φάτο, μείδησεν δ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο Αυτά είπε, κι ο αντρειανός Τηλέμαχος γυρνάει με χαμογέλιο,
ἐς πατέρ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἰδών, ἀλέεινε δ᾿ ὑφορβόν. κρυφά απ᾿ τον Εύμαιο, στον πατέρα του, κοιτώντας τον στα μάτια.
οἱ δ᾿ ἐπεὶ οὖν παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα, Κι απ᾿ τις δουλειές τους μόλις σχόλασαν κι ετοίμασαν τις τάβλες,
δαίνυντ᾿, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐί̈σης. έτρωγαν, κι είχαν, ως εταίριαζε, καθείς το μερτικό του.
480 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
κοίτου τε μνήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο. στην κλίνη επλάγιασαν και φράθηκαν την άγια του ύπνου χάρη.