Page 197 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 197
196
εἰ δ᾿ ἐθέλεις, σὺ κόμισσον ἐνὶ σταθμοῖσιν ἐρύξας: Μα αν προτιμάς, στη μάντρα κράτα τον και φιλοκόνευέ τον,
εἵματα δ᾿ ἐνθάδ᾿ ἐγὼ πέμψω καὶ σῖτον ἅπαντα κι εγώ θα στείλω εδώ τα ρούχα του και το ψωμί που θέλει,
ἔδμεναι, ὡς ἂν μή σε κατατρύχῃ καὶ ἑταίρους. σε σένα βάρος να μη γίνεται κι ουδέ στους συντρόφους σου.
85 κεῖσε δ᾿ ἂν οὔ μιν ἐγώ γε μετὰ μνηστῆρας ἐῷμι Όμως εκεί δε θα τον άφηνα να 'ρθεί, με τους μνηστήρες
ἔρχεσθαι: λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσι: να σμίξει, τι είναι αλήθεια αδιάντροποι και δεν ψηφούν κανένα'
μή μιν κερτομέωσιν, ἐμοὶ δ᾿ ἄχος ἔσσεται αἰνόν. μην τον πειράξουν με τα λόγια τους και πληγωθεί η καρδιά μου'
πρῆξαι δ᾿ ἀργαλέον τι μετὰ πλεόνεσσιν ἐόντα με πιότερους σου δεν είναι εύκολο να καταφέρεις κάτι,
ἄνδρα καὶ ἴφθιμον, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰσι.» κι ας είσαι παλικάρι, τι έχουνε πιο δύναμη από σένα.»
90 τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας:
«ὦ φίλ᾿, ἐπεί θήν μοι καὶ ἀμείψασθαι θέμις ἐστίν, «Φίλε, θαρρώ, δε θα 'ναι αταίριαστο να πω κι εγώ ένα λόγο'
ἦ μάλα μευ καταδάπτετ᾿ ἀκούοντος φίλον ἦτορ, ως κι η καρδιά η δικιά μου σκίζεται που σας γρικώ να λέτε
οἷά φατε μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανάασθαι τις ανομίες, που μες στο σπίτι σου σοφίζουνται οι μνηστήρες
ἐν μεγάροις, ἀέκητι σέθεν τοιούτου ἐόντος. αθέλητα σου᾿ μα απ᾿ την όψη σου για ψυχωμένος δείχνεις.
95 εἰπέ μοι ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι, ἦ σέ γε λαοὶ Πες μου, το θέλεις κι υποτάζεσαι για μήπως μες στη χώρα,
ἐχθαίρουσ᾿ ἀνὰ δῆμον, ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ, θεού φωνή ακλουθώντας, όχτρητα για σένα νιώθει ο κόσμος;
ἦ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι, οἷσί περ ἀνὴρ Μήπως τα βάζεις με τ᾿ αδέρφια σου; σ᾿ αυτούς τα θάρρη του έχει
μαρναμένοισι πέποιθε, καὶ εἰ μέγα νεῖκος ὄρηται. κανένας, σα χτυπιέται, ο πόλεμος όσο βαρύς και να 'ναι.
αἲ γάρ ἐγὼν οὕτω νέος εἴην τῷδ᾿ ἐπὶ θυμῷ, Να 'χα τα νιάτα σου, μα να 'νιωθα κι ίδιο κουράγιο ως τώρα!
100 γιος να 'μουν του Οδυσσέα του αντρόκαρδου, για κι ο Οδυσσέας
ἢ παῖς ἐξ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἠὲ καὶ αὐτός: ατός του,
αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπ᾿ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς, που αφού παράδειρε στα πέλαγα, γυρνάει — δεν έχει σβήσει
εἰ μὴ ἐγὼ κείνοισι κακὸν πάντεσσι γενοίμην, μαθές η ελπίδα — να μου το 'κοβαν αλήθεια το κεφάλι,
ἐλθὼν ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος. αν στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο φτασμένος, τους μνηστήρες
όλους δεν έκανα από θάνατο να πάν συφοριασμένο.
105 εἰ δ᾿ αὖ με πληθυῖ δαμασαίατο μοῦνον ἐόντα, Κι αν με νικούσαν, ως θα πάλευα σε πλήθιους μέσα μόνος,
βουλοίμην κ᾿ ἐν ἐμοῖσι κατακτάμενος μεγάροισι κάλλιο να πέθαινα στο σπίτι μου θανατωμένος μέσα,
τεθνάμεν ἢ τάδε γ᾿ αἰὲν ἀεικέα ἔργ᾿ ὁράασθαι, παρά να βλέπω ομπρός μου αδιάκοπα τις τόσες ανομίες τους —
ξείνους τε στυφελιζομένους δμῳάς τε γυναῖκας να κακοφέρνουνται στους ξένους μου, τις σκλάβες μου γυναίκες
ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα καλά, εδώ κι εκεί να σέρνουν άπρεπα μες στ᾿ όμορφο παλάτι,
110 καὶ οἶνον διαφυσσόμενον, καὶ σῖτον ἔδοντας και το κρασί να ξεστραγγίζεται, και το ψωμί να τρώνε
μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ.» άδικα κι άσκοπα κι ανούφελα, δουλειές χαμένες όλες!»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω. «Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε'
οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει, μηδέ ο λαός μαζί μου θύμωσε και θέλει το κακό μου,
115 οὔτε κασιγνήτοις ἐπιμέμφομαι, οἷσί περ ἀνὴρ μηδέ τα βάζω με τ᾿ αδέρφια μου, σ᾿ αυτούς τα θάρρη που 'χει
μαρναμένοισι πέποιθε, καὶ εἰ μέγα νεῖκος ὄρηται. κανένας σα χτυπιέται, ο πόλεμος όσο βαρύς και να 'ναι.
ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων: Μα να, τη φύτρα μας μονόκληρη την έχει κάνει ο Δίας.
μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε, Μοναχογιό μαθές εγέννησεν ο Αρκείσιος το Λαέρτη,
μοῦνον δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν: αὐτὰρ μοναχογιό κι ετούτος έκαμε τον Οδυσσέα, και μένα
Ὀδυσσεὺς
120 μοῦνον ἔμ᾿ ἐν μεγάροισι τεκὼν λίπεν οὐδ᾿ μοναχογιό ο Οδυσσέας στο σπίτι του μ᾿ αφήκε — ανώφελα του!
ἀπόνητο. Έτσι βρέθηκαν τώρα αρίφνητοι που το κακό μου θέλουν
τῷ νῦν δυσμενέες μάλα μυρίοι εἴσ᾿ ἐνὶ οἴκῳ. τι αυτοί που τα νησιά αφεντεύουνε κι οι πιο τρανοί είναι αρχόντοι
ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι, στην πολυδασωμένη Ζάκυθο, στη Σάμη, στο Δουλίχι,
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ, κι όσοι τρογύρα την πετρόχαρην Ιθάκη ρηγαδεύουν,