Page 196 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 196

195




                                                          θωρεί τις νύχτες και τις μέρες της, στα δάκρυα βουτηγμένη.»
               40   ὣς ἄρα φωνήσας οἱ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος:   Είπε, και πήρε από το χέρι, του το χάλκινο κοντάρι,
                    αὐτὰρ ὅ γ᾿ εἴσω ἴεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν.   και κείνος μπήκε δρασκελίζοντας το πέτρινο κατώφλι.
                    τῷ δ᾿ ἕδρης ἐπιόντι πατὴρ ὑπόειξεν Ὀδυσσεύς:   Μα ως ο Οδυσσέας ο κύρης του έκαμε να σηκωθεί μπροστά του,
                    Τηλέμαχος δ᾿ ἑτέρωθεν ἐρήτυε φώνησέν τε:   να κάτσει εκείνος, τον αμπόδισε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «ἧσ᾿, ὦ ξεῖν': ἡμεῖς δὲ καὶ ἄλλοθι δήομεν ἕδρην   «Κάθισε, ξένε! Εμείς στη μάντρα μας κάποιο σκαμνί θα βρούμε
               45   σταθμῷ ἐν ἡμετέρῳ: πάρα δ᾿ ἀνὴρ ὃς καταθήσει.»   έτσι κι αλλιώς᾿ έχω τον άνθρωπο που θα μου βρει να κάτσω.»
                    ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ αὖτις ἰὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο: τῷ δὲ   Αυτά είπε, κι ο Οδυσσέας ξανάκατσε᾿ κι ως σώριασε στο χώμα
                    συβώτης.                              ο θείος χοιροβοσκος χλωρόκλαρα και μια προβιά από πάνω,
                    χεῦεν ὕπο χλωρὰς ῥῶπας καὶ κῶας ὕπερθεν:   βρήκε να κάτσει κι ο Τηλέμαχος την ώρα αυτή κοντά τους.
                    ἔνθα καθέζετ᾿ ἔπειτα Ὀδυσσῆος φίλος υἱός.   Μετά ο χοιροβοσκός απίθωσε πινάκια κρέας ομπρός τους
                    τοῖσιν δ᾿ αὖ κρειῶν πίνακας παρέθηκε συβώτης

               50   ὀπταλέων, ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες,   ψητό, που από τα χτες, σαν έφαγαν, τους είχε περισσέψει᾿
                    σῖτον δ᾿ ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισιν,   κι ακόμα και ψωμί τους σώριαζε με βιάση σε πανέρια'
                    ἐν δ᾿ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον:   κι αφού γλυκόπιοτο συγκέρασε κρασί σε κρασοκαύκι,
                    αὐτὸς δ᾿ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο.   πήγε κι αυτός κι αντίκρυ εκάθισε στο θεϊκό Οδυσσέα.
                    οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.   Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν

               55   αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,   και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
                    δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε δῖον ὑφορβόν:   στο θείο χοιροβοσκό ο Τηλέμαχος μιλεί και συντυχαίνει:
                    «ἄττα, πόθεν τοι ξεῖνος ὅδ᾿ ἵκετο; πῶς δέ ἑ ναῦται   «Πούθε, παππουλη, ο ξένος έρχεται; και πως τον έχουν φέρει
                    ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;   οι ναύτες στο νησί; Ποιοι πέτουνταν πως είναι τάχα, πες μου'
                    οὐ μὲν γάρ τί ἑ πεζὸν ὀί̈ομαι ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι.»   στα μέρη ετούτα δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος να 'ναι!»

               60   τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:   Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
                    «τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθέα πάντ᾿ ἀγορεύσω.   Γι᾿ αυτά, παιδί μου, που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια'
                    ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχεται εὐρειάων,   απ᾿ την πλατιά την Κρήτη πέτεται το γένος του πως σέρνει,
                    φησὶ δὲ πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστεα δινηθῆναι   και λέει πως πλήθος, παραδέρνοντας, θνητών ανθρώπων χώρες
                    πλαζόμενος: ὣς γάρ οἱ ἐπέκλωσεν τά γε δαίμων.   έχει γυρίσει᾿ τέτοια του 'κλωθε μαθές να πάθει η μοίρα!

               65   νῦν αὖ Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐκ νηὸς ἀποδρὰς   Και τώρα από καράβι ξέφυγε των Θεσπρωτών πριν λίγο
                    ἤλυθ᾿ ἐμὸν πρὸς σταθμόν, ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω:   κι έτυχε να 'ρθει εδώ στη μάντρα μου᾿ μα θα τον δώσω εσένα.
                    ἔρξον ὅπως ἐθέλεις: ἱκέτης δέ τοι εὔχεται εἶναι.»   Κάμε ό,τι θέλεις, τι είναι ικέτης σου, στα γόνατα σου πέφτει.»
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «Εὔμαι᾿, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος θυμαλγὲς ἔειπες:   «Εύμαιε, στ᾿ αλήθεια αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!

               70   πῶς γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι οἴκῳ;   Μα πως τον ξένο τούτον γίνεται να προσδεχτώ στο σπίτι;
                    αὐτὸς μὲν νέος εἰμὶ καὶ οὔ πω χερσὶ πέποιθα   Νιος είμαι εγώ και δε θαρρεύουμαι στα δυο μου χέρια ακόμα,
                    ἄνδρ᾿ ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ:   κανείς αν πιάσει τα μαλώματα, μαζί του να τα βάλω.
                    μητρὶ δ᾿ ἐμῇ δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει,   Πάλι της μάνας μου διχόγνωμος ο νους δουλεύει, τάχα
                    ἢ αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοί τε μένῃ καὶ δῶμα κομίζῃ,   του αντρός της το κρεβάτι να ντραπεί και τις φωνές του κόσμου

               75   εὐνήν τ᾿ αἰδομένη πόσιος δήμοιό τε φῆμιν,   κι εδώ να μείνει ακόμα, αντάμα μου, να κυβερνάει το σπίτι,
                    ἦ ἤδη ἅμ᾿ ἕπηται Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος   για ν᾿ ακλουθήξει τον τρανότερο που πιο πολλά θα δώκει
                    μνᾶται ἐνὶ μεγάροισιν ἀνὴρ καὶ πλεῖστα πόρῃσιν.   απ᾿ όσους Αχαιούς γυναίκα τους γυρεύουν να την πάρουν;
                    ἀλλ᾿ ἦ τοὶ τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ τεὸν ἵκετο δῶμα,   Στον ξένο ωστόσο, μια και σπίτι σου παρακαλώντας ήρθε,
                    ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά,   θα πω να του χαρίσουν όμορφη χλαμύδα και χιτώνα

               80   δώσω δὲ ξίφος ἄμφηκες καὶ ποσσὶ πέδιλα,   και δίκοπο σπαθί και σάνταλα στα δυο του πόδια, κι όπου
                    πέμψω δ᾿ ὅππη μιν κραδίη θυμός τε κελεύει.   καρδιά και νους τον σπρώχνουν, πρόθυμα θα τον καλοστρατίσω.
   191   192   193   194   195   196   197   198   199   200   201