Page 191 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 191

190




               425  «ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι,   .. Απ᾿ τη Σιδώνα την πολύχαλκη καυκιέμαι εγώ πως σέρνω,
                    κούρη δ᾿ εἴμ᾿ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο:   κι έχω πατέρα τον Αρύβαντα, που ήταν το βιος του βρύση.
                    ἀλλά μ᾿ ἀνήρπαξαν Τάφιοι ληί̈στορες ἄνδρες   Μια μέρα, απ᾿ τα χωράφια ως διάγερνα, μου χύθηκαν Ταφιώτες
                    ἀγρόθεν ἐρχομένην, πέρασαν δέ τε δεῦρ᾿ ἀγαγόντες  κουρσάροι, κι ως με άρπαξαν, μ᾿ έφεραν σε τούτου εδώ του ρήγα
                    τοῦδ᾿ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ': ὁ δ᾿ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.»   τ΄ αρχοντικό, κι αυτός επλέρωσε πολλά να με αγοράσει."

               430  «τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπεν ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρη:   Κι εκείνος που κρυφά τη χάρηκε της αποκρίθη κι είπε:
                    ‘ἦ ῥά κε νῦν πάλιν αὖτις ἅμ᾿ ἡμῖν οἴκαδ᾿ ἕποιο,   .. Μαζί μας έρχεσαι, στον τόπο σου να στρέψεις, ν᾿ αντικρίσεις
                    ὄφρα ἴδῃ πατρὸς καὶ μητέρος ὑψερεφὲς δῶ   το αψηλοτάβανο το σπίτι σου ξανά και τους γονιούς σου;
                    αὐτούς τ'; ἦ γὰρ ἔτ᾿ εἰσὶ καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.‘   Ακόμα ζουν, και για τα πλούτη τους ακούγονται και τώρα."
                    «τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ:   Τότε η γυναίκα του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:

               435  ‘εἴη κεν καὶ τοῦτ᾿, εἴ μοι ἐθέλοιτέ γε, ναῦται,   .. Κι αυτό μπορεί να γένει, αν θέλατε να μου ορκιστείτε, ναύτες,
                    ὅρκῳ πιστωθῆναι ἀπήμονά μ᾿ οἴκαδ᾿ ἀπάξειν.’   πως πίσω θα με πάτε ανέβλαβη στο σπίτι των δικών μου.»
                    «ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπώμνυον ὡς ἐκέλευεν.  Είπε, κι αυτοί, καθώς τους γύρευε, τον όρκο έδωκαν όλοι'
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,   τότε η γυναίκα, ως είδε κι άμωσαν και τέλεψαν τον όρκο,
                    τοῖς δ᾿ αὖτις μετέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ:   πήρε ξανά και τους αρμήνευε κι αυτά τους λέει τα λόγια:

               440                                         .. Τώρα μιλιά! Το νου σας έχετε, κανείς να μη μου ανοίξει
                    «σιγῇ νῦν, μή τίς με προσαυδάτω ἐπέεσσιν
                                                           κουβέντα απ᾿ όλους τους συντρόφους σας, στη βρύση για στη
                    ὑμετέρων ἑτάρων, ξυμβλήμενος ἢ ἐν ἀγυιῇ,
                                                           στράτα
                    ἤ που ἐπὶ κρήνῃ: μή τις ποτὶ δῶμα γέροντι
                                                           αν με ανταμώσει᾿ κάποιος βλέποντας μπορεί να το μηνύσει
                    ἐλθὼν ἐξείπῃ, ὁ δ᾿ ὀϊσάμενος καταδήσῃ
                                                           του γέρου αφέντη᾿ κακοβάνοντας εκείνος θα με ρίξει
                    δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ, ὑμῖν δ᾿ ἐπιφράσσετ᾿ ὄλεθρον.
                                                           σε ανήλεες άλυσες, και θάνατο για σας θα μελετήσει.
               445  ἀλλ᾿ ἔχετ᾿ ἐν φρεσὶ μῦθον, ἐπείγετε δ᾿ ὦνον ὁδαίων.   Το μυστικό κρατάτε, κάνετε γοργά τις αγορές σας,
                    ἀλλ᾿ ὅτε κεν δὴ νηῦς πλείη βιότοιο γένηται,   κι από πραμάτειες το καράβι σας σα θα 'χει πια γεμίσει,
                    ἀγγελίη μοι ἔπειτα θοῶς ἐς δώμαθ᾿ ἱκέσθω:   μηνάτε μου το δίχως άργητα στο αρχοντικό που μένω.
                    οἴσω γὰρ καὶ χρυσόν, ὅτις χ᾿ ὑποχείριος ἔλθῃ:   Θα κουβαλήσω εγώ και μάλαμα, στα χέρια μου όσο πέσει.
                    καὶ δέ κεν ἄλλ᾿ ἐπίβαθρον ἐγὼν ἐθέλουσά γε δοίην.   Κι άλλον ακόμα ναύλο, αν ήθελα, μπορούσα να πλερώσω'
               450  παῖδα γὰρ ἀνδρὸς ἑῆος ἐνὶ μεγάροις ἀτιτάλλω,   εγώ το γιο ανασταίνω του άρχοντα μες στο παλάτι τώρα,
                    κερδαλέον δὴ τοῖον, ἅμα τροχόωντα θύραζε:   παιδί ξύπνο, που τρέχει πίσω μου, καθώς με ιδεί να βγαίνω.
                    τόν κεν ἄγοιμ᾿ ἐπὶ νηός, ὁ δ᾿ ὑμῖν μυρίον ὦνον   Αυτόν τον φέρνω στο καράβι σας, να τον μοσκοπουλήστε,
                    ἄλφοι, ὅπῃ περάσητε κατ᾿ ἀλλοθρόους    όπου βρεθείτε ταξιδεύοντας σε αλλόγλωσσους ανθρώπους.»
                    ἀνθρώπους.»                            Ως είπε αυτά, σηκώθη κι έφυγε για τ᾿ ομορφο παλάτι.
                    «ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη πρὸς δώματα καλά,

               455  οἱ δ᾿ ἐνιαυτὸν ἅπαντα παρ᾿ ἡμῖν αὖθι μένοντες   Κι εκείνοι μείναν χρόνο ολάκερο μαζί μας εκεί πέρα,
                    ἐν νηὶ̈ γλαφυρῇ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο.   και βιος εσώριαζαν αρίφνητο στο βαθουλό καράβι.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι,   Και σαν καλοφορτώθη τ᾿ άρμενο, για να μπορούν να φύγουν,
                    καὶ τότ᾿ ἄρ᾿ ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε γυναικί.   στείλαν μαντάτορα, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα᾿
                    ἤλυθ᾿ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρὸς   ήρθε στο σπίτι ένας παμπόνηρος κι ένα γιορντάνι εκράτει,

               460  χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ᾿ ἠλέκτροισιν ἔερτο.   που οι χάντρες του οι χρυσές συνάλλαζαν με τις κεχριμπαρένιες.
                    τὸν μὲν ἄρ᾿ ἐν μεγάρῳ δμῳαὶ καὶ πότνια μήτηρ   Κι όπως στο σπίτι μέσα οι δούλες μας κι η σεβαστή μου η μάνα
                    χερσίν τ᾿ ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο,   το ψαχούλευαν με τα χέρια τους, το τρώγαν με τα μάτια
                    ὦνον ὑπισχόμεναι: ὁ δὲ τῇ κατένευσε σιωπῇ.   να τα αγοράσουν παζαρεύοντας, κρυφά της γνέφει εκείνος,
                    ἦ τοι ὁ καννεύσας κοίλην ἐπὶ νῆα βεβήκει,   και μόλις έγνεψε, πισώστρεψε στο βαθουλό καράβι.

               465  ἡ δ᾿ ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε θύραζε.   Κι αυτή με πήρε κι όξω μ᾿ έβγαλε, κρατώντας με απ᾿ το χέρι,
                    εὗρε δ᾿ ἐνὶ προδόμῳ ἠμὲν δέπα ἠδὲ τραπέζας   και στο χαγιάτι εβρήκε, ως διάβαινε, ποτήρια και τραπέζια —
                    ἀνδρῶν δαιτυμόνων, οἵ μευ πατέρ᾿ ἀμφεπένοντο.   των καλεσμένων, που 'χε ο κύρης μου για συβουλάτορές του᾿
   186   187   188   189   190   191   192   193   194   195   196