Page 167 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 167

166




               430  κάρψεν μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,   και ζάρωσε το δέρμα τ᾿ όμορφο στο λυγερό κορμί του,
                    ξανθὰς δ᾿ ἐκ κεφαλῆς ὄλεσε τρίχας, ἀμφὶ δὲ δέρμα   της κεφαλής του τα ξανθόμαλλα τ᾿ αφάνισε, με δέρμα
                    πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῦ θῆκε γέροντος,   γερόντου του 'ζωσε πολύχρονου τα μέλη γύρω γύρω,
                    κνύζωσεν δέ οἱ ὄσσε πάρος περικαλλέ᾿ ἐόντε:   του θόλωσε τα μάτια τα όμορφα, που ξάστραφταν ως τότε,
                    ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος ἄλλο κακὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα,   ακόμα με άλλα τον περίζωσε κουρέλια και χιτώνα,

               435  ῥωγαλέα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ:   λερά κι ολότρυπα, σε ανείπωτη μουντζούρα βουτηγμένα.
                    ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα ταχείης ἕσσ᾿ ἐλάφοιο,   Λαφίνας γρήγορης του φόρεσε τρανό τομάρι τέλος,
                    ψιλόν: δῶκε δέ οἱ σκῆπτρον καὶ ἀεικέα πήρην,   ξεμαδημένο, και στο χέρι του ραβδί κι ένα σακούλι
                    πυκνὰ ῥωγαλέην: ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.   βρώμικο, ολότρυπο, που εκρέμουνταν από σκοινί, του δίνει.
                    τώ γ᾿ ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν. ἡ μὲν ἔπειτα   Σαν έτσι τα ταίριαξαν, χώρισαν αυτή για του Οδυσσέα

               440  ἐς Λακεδαίμονα δῖαν ἔβη μετὰ παῖδ᾿ Ὀδυσῆος.    κινάει το γιο στη Λακεδαίμονα τη θεία γοργά να φτάσει.
   162   163   164   165   166   167   168   169   170   171   172