Page 155 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 155
154
δύσομαι εἰς Ἀίδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω.’ Κι ο Δίας γυρνώντας του αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς:
385 «Ἠέλι᾿, ἦ τοι μὲν σὺ μετ᾿ ἀθανάτοισι φάεινε ,, Ήλιε, ξακλούθα στους αθάνατους το φως σου να χαρίζεις
καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν: και στους θνητούς, στα πολυκάρπιστα της γης χωράφια απάνω'
τῶν δέ κ᾿ ἐγὼ τάχα νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ κι εγώ με φλογερό αστροπέλεκο σε χίλια δυο κομμάτια
τυτθὰ βαλὼν κεάσαιμι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ. θα σπάσω το γοργό καράβι τους στο πέλαο το κρασάτο.
«ταῦτα δ᾿ ἐγὼν ἤκουσα Καλυψοῦς ἠυκόμοιο: Απ᾿ την ωριόμαλλη εγώ τ᾿ άκουσα την Καλυψώ όλα τούτα,
390 ἡ δ᾿ ἔφη Ἑρμείαο διακτόρου αὐτὴ ἀκοῦσαι. κι εκείνης πάλε τα 'πε, ως μου 'λεγεν, ο Ερμής ο ψυχολάτης.
«αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν, Μόλις κατέβηκα στη θάλασσα και στο καράβι, πήρα
νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν, οὐδέ τι μῆχος με βαριά λόγια και τους μάλωνα με τη σειρά — του κάκου!
εὑρέμεναι δυνάμεσθα, βόες δ᾿ ἀποτέθνασαν ἤδη. Τρόπος γιατριάς πια δεν απόμενε, τι είχαν σφαχτεί οι γελάδες!
τοῖσιν δ᾿ αὐτίκ᾿ ἔπειτα θεοὶ τέραα προύφαινον: Ίδια στιγμή οι θεοί τους έστελναν σημάδια: τα τομάρια
395 εἷρπον μὲν ῥινοί, κρέα δ᾿ ἀμφ᾿ ὀβελοῖσι μεμύκει, εσέρπαν και τα κρέατα ολόγυρα στις σούβλες μουκανιόνταν,
ὀπταλέα τε καὶ ὠμά, βοῶν δ᾿ ὣς γίγνετο φωνή. ψημένα κι άψητα, κι ακούγονταν βοδιών φωνές τρογύρα.
«ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι Έξι μερόνυχτα ξεφάντωναν οι γκαρδιακοί σύντροφοι
δαίνυντ᾿ Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας: του Γήλιου τις γελάδες τρώγοντας τις πιο παχιές που έπιασαν
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων, μα στις εφτά, τη νέα σαν έφερε του Κρόνου ο γιος ήμερα,
400 καὶ τότ᾿ ἔπειτ᾿ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο λαίλαπι θύων, πια πήρε ο αγέρας και μαλάκωσε την άγρια μάνητα του.
ἡμεῖς δ᾿ αἶψ᾿ ἀναβάντες ἐνήκαμεν εὐρέι πόντῳ, Μπήκαμε αμέσως κι ανοιχτήκαμε στα πελαγίσια πλάτη
ἱστὸν στησάμενοι ἀνά θ᾿ ἱστία λεύκ᾿ ἐρύσαντες. με το κατάρτι ορθό και πάνω του τ᾿ άσπρα πανιά απλωμένα.
«ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἐλείπομεν, οὐδέ τις ἄλλη Μα ως το νησί πια πίσω αφήκαμε κι ουδέ φαινόταν άλλη
φαίνετο γαιάων, ἀλλ᾿ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα, στεριά τρογύρα, μόνο η θάλασσα τον ουρανό να σμίγει,
405 δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων στύλωσε πάνω απ᾿ το καράβι μας ο γιος του Κρόνου ξάφνου
νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ᾿ αὐτῆς. σύγνεφο μαύρο, που σκοτείνιασε το πέλαγο άκρη ως άκρη.
ἡ δ᾿ ἔθει οὐ μάλα πολλὸν ἐπὶ χρόνον: αἶψα γὰρ ἦλθε Πολληώρα ακόμα δεν αρμένιζε το πλοίο μας, κι ο πουνέντης
κεκληγὼς Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων, χύθηκε απάνω μας μουγκρίζοντας στη λυσσομάνητά του,
ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ᾿ ἀνέμοιο θύελλα κι απ᾿ την ορμή του ανέμου εκόπηκαν τα δυο μπροστά τα ξάρτια,
410 ἀμφοτέρους: ἱστὸς δ᾿ ὀπίσω πέσεν, ὅπλα τε πάντα και το κατάρτι, πίσω γέρνοντας, σωριάστη, και στο αμπάρι
εἰς ἄντλον κατέχυνθ'. ὁ δ᾿ ἄρα πρυμνῇ ἐνὶ νηὶ πέφτουν πανιά, σκοινιά στ᾿ απόνερα; και το κατάρτι βρήκε,
πλῆξε κυβερνήτεω κεφαλήν, σὺν δ᾿ ὀστέ᾿ ἄραξε στην πρύμνα ως έπεφτε, κατάκορφα τον τιμονιέρη, κι όλα
πάντ᾿ ἄμυδις κεφαλῆς: ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς του θρεί της κεφαλής τα κόκαλα᾿ σα βουτηχτής εκείνος
κάππεσ᾿ ἀπ᾿ ἰκριόφιν, λίπε δ᾿ ὀστέα θυμὸς ἀγήνωρ. απ᾿ την κουβέρτα πέφτει, κι αφήκε τα κόκαλα η ψυχή του.
415 Ζεὺς δ᾿ ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηὶ κεραυνόν: Μαζί κι ο Δίας βροντάει και τ᾿ άρμενο χτυπάει με αστροπελέκι,
ἡ δ᾿ ἐλελίχθη πᾶσα Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ, κι αυτό απ᾿ του Δία τ᾿ αστραποπέλεκο στρουφοτινάχτη ακέριο
ἐν δὲ θεείου πλῆτο, πέσον δ᾿ ἐκ νηὸς ἑταῖροι. και θειάφι εμύρισε, κι οι σύντροφοι μες στο νερό βρέθηκαν,
οἱ δὲ κορώνῃσιν ἴκελοι περὶ νῆα μέλαιναν κι ίδια κουρούνες γύρω στ᾿ άρμενο το μαύρο παράδερναν
κύμασιν ἐμφορέοντο, θεὸς δ᾿ ἀποαίνυτο νόστον. στο κύμα, μα ο θεός τους έκοψε του γυρισμού τη στράτα.
420 αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ᾿ ἀπὸ τοίχους Εγώ μες στ᾿ άρμενο γυρόφερνα, μα κάποτε η φουρτούνα,
λῦσε κλύδων τρόπιος, τὴν δὲ ψιλὴν φέρε κῦμα, χτυπώντας, τα πλευρά του σκόρπισε, κι απόμεινε η καρίνα
ἐκ δέ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτὶ τρόπιν. αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ γυμνή στο κύμα᾿ ξάφνου απάνω της και το κατάρτι πέφτει'
ἐπίτονος βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς: κι όπως η σκότα, από βοϊδόπετσο φτιαγμένη, του κρεμόταν,
τῷ ῥ᾿ ἄμφω συνέεργον, ὁμοῦ τρόπιν ἠδὲ καὶ ἱστόν, πήρα τα δυο μαζί και τα 'δεσα, καρίνα και κατάρτι,
425 ἑζόμενος δ᾿ ἐπὶ τοῖς φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν. κι έκατσα πάνω κι αμολήθηκα στη λύσσα των ανέμων.
«ἔνθ᾿ ἦ τοι Ζέφυρος μὲν ἐπαύσατο λαίλαπι θύων, Ήρθε ώρα που ο πονέντης έκοψε την άγρια μάνητα του,