Page 105 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 105
104
«ἔνθεν δ᾿ ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν Εννιά μερόνυχτα παράδερνα μ᾿ ενάντιους τους ανέμους
πόντον ἐπ᾿ ἰχθυόεντα: ἀτὰρ δεκάτῃ ἐπέβημεν στο ψαροθρόφο απάνω πέλαγο᾿ στις δέκα βγήκαμε όξω
γαίης Λωτοφάγων, οἵ τ᾿ ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν. στη γη των Λωτοφάγων, με άνθινη που ζουν θροφή μονάχα.
85 Μόλις στο ακρόγιαλο ανασύραμε νερό, γοργά το γιόμα
ἔνθα δ᾿ ἐπ᾿ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ᾿ ὕδωρ,
δίπλα στα γρήγορα καράβια μας συντάζαν οι συντρόφοι.
αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.
Και πια σα φάγαμε, σαν ήπιαμε και φράθηκε η καρδιά μας,
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ᾿ ἐπασσάμεθ᾿ ἠδὲ ποτῆτος,
είπα να πέψω απ᾿ τους συντρόφους μου να παν μπροστά να
δὴ τοτ᾿ ἐγὼν ἑτάρους προί̈ειν πεύθεσθαι ἰόντας,
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες μάθουν
σαν ποιοι θνητοί, ψωμί που γεύουνται, στα μέρη τούτα ζούνε,
90 ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾿ ἅμ᾿ ὀπάσσας. απ᾿ τους δικούς μου δυο διαλέγοντας, μαζί τους κι έναν κράχτη.
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ οἰχόμενοι μίγεν ἀνδράσι Λωτοφάγοισιν: Κι αυτοί γοργά το δρόμο παίρνοντας τους Λωτοφάγους βρήκαν.
οὐδ᾿ ἄρα Λωτοφάγοι μήδονθ᾿ ἑτάροισιν ὄλεθρον Κι οι Λωτοφάγοι δε μελέτησαν κακό στους συντρόφους μας
ἡμετέροις, ἀλλά σφι δόσαν λωτοῖο πάσασθαι. κανένα, μοναχά τους έδιναν λωτό ν᾿ απογευτούνε.
τῶν δ᾿ ὅς τις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν, Μα αν του λωτού το μελοστάλαχτο καρπό κανείς γευόταν,
95 οὐκέτ᾿ ἀπαγγεῖλαι πάλιν ἤθελεν οὐδὲ νέεσθαι, πια δε γνοιαζόταν για μηνύματα κι ουδ᾿ έλεε να διαγείρει᾿
ἀλλ᾿ αὐτοῦ βούλοντο μετ᾿ ἀνδράσι Λωτοφάγοισι το 'χε να μείνει εκεί καλύτερο και με τους Λωτοφάγους
λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι. λωτό να γεύεται, κι ολότελα το γυρισμό ξεχνούσε.
τοὺς μὲν ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἄγον κλαίοντας ἀνάγκῃ, Μα τους δικούς μου εγώ τραβώντας τους στα βαθουλά καράβια
νηυσὶ δ᾿ ἐνὶ γλαφυρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας. μεβιάς τους έδεσα θρηνάμενους στους πάγκους από κάτω.
100 αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους Τους άλλους πάλι μπιστεμένους μου συντρόφους να βιαστούνε
σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν ὠκειάων, και ν᾿ ανεβούν στα γοργοτάξιδα πλεούμενα προστάζω,
μή πώς τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται. κανείς μη φάει λωτό κι ολότελα το γυρισμό ξεχάσει.
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον, Κι ως ανέβηκαν δίχως άργητα και στα ζυγά κάθισαν
ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς. γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
105 «ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ: Κι ανοίξαμε πανιά και φύγαμε με πικραμένα σπλάχνα,
Κυκλώπων δ᾿ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων ως που ξεπέσαμε στων άνομων, ανήμερων Κυκλώπων
ἱκόμεθ᾿, οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν τη γη, που αφήνουν στους αθάνατους θεους τις έγνοιες όλες,
οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ᾿ ἀρόωσιν, κι ουδέ φυτεύουν με τα χέρια τους ποτέ κι ουδέ κι οργώνουν
ἀλλὰ τά γ᾿ ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται, όλα τους άσπαρτα κι άνόργωτα φυτρώνουν απ᾿ το χώμα,
110 πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ᾿ ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν στάρι, κριθάρι· μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια τους σταφύλια
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει. απ᾿ τις βροχές του Δία τρανεύοντας κρασί τους δίνουν πλήθιο.
τοῖσιν δ᾿ οὔτ᾿ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες, Να βουλευτούν δεν έχουν σύναξες κι ουδέ από νόμους ξέρουν
ἀλλ᾿ οἵ γ᾿ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα στων αψηλών βουνών τ᾿ ακρόκορφα σε σπήλια μέσα ως ζούνε,
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος χώρια απ᾿ τους άλλους τις γυναίκες του και τα παιδιά του ορίζει
115 παίδων ἠδ᾿ ἀλόχων, οὐδ᾿ ἀλλήλων ἀλέγουσιν. ο καθανείς, κι ουδέ που γνοιάζεται τι κάνει ο γείτονας του.
«νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται, Ένα νησί που λέτε απλώνεται μπρός στο λιμάνι, αγρίδι,
γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ᾿ ἀποτηλοῦ, μήτε κοντά μήτε κι απόμακρα στη χώρα των Κυκλώπων,
ὑλήεσσ': ἐν δ᾿ αἶγες ἀπειρέσιαι γεγάασιν πυκνό λογγάρι᾿ γίδια αρίφνητα βοσκολογούνε μέσα
ἄγριαι: οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει, — αγριόγιδα᾿ τι ανθρώπου πάτημα δεν τ᾿ αποδιώχνει εκείθε'
120 οι αγριμολόοι, που από 'να ακρόκορφο σε άλλο περνούν και
οὐδέ μιν εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται, οἵ τε καθ᾿ ὕλην σέρνουν
ἄλγεα πάσχουσιν κορυφὰς ὀρέων ἐφέποντες. στους λόγγους μέσα τόσα βάσανα, δεν έρχουνται εδώ πέρα᾿
οὔτ᾿ ἄρα ποίμνῃσιν καταί̈σχεται οὔτ᾿ ἀρότοισιν, κάμποι οργωμένοι εδώ δε βρίσκουνται μηδέ θωρείς κοπάδια'
ἀλλ᾿ ἥ γ᾿ ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος ἤματα πάντα όλα είναι ανέσπαρτα κι ανόργωτα χειμώνα καλοκαιρι,
ἀνδρῶν χηρεύει, βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας.
κι ούτε άνθρωπος κανείς, αγριόγιδες βελάστρες βόσκουν μόνο᾿