Page 106 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 106

105




               125  οὐ γὰρ Κυκλώπεσσι νέες πάρα μιλτοπάρῃοι,   τι οι Κύκλωπες αλικομάγουλα πλεούμενα δεν έχουν,
                    οὐδ᾿ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν   κι ουδέ μαστόρους έχουν γι᾿ άρμενα, να πιάσουν να σκαρώσουν
                    νῆας ἐυσσέλμους, αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα   γι᾿ αυτούς καράβια καλοκούβερτα, να τα τελεύουν όλα
                    ἄστε᾿ ἐπ᾿ ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι, οἷά τε πολλὰ   σε ξένες πολιτείες αράζοντας, ως συνηθούν οι άνθρωποι
                    ἄνδρες ἐπ᾿ ἀλλήλους νηυσὶν περόωσι θάλασσαν:   να σκίζουν με τα πλοία τη θάλασσα και να συναγρικιούνται.

               130  οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον ἐυκτιμένην ἐκάμοντο.   Αυτοί και το νησί θα μέρωναν, σοδιά να δίνει πλούσια·
                    οὐ μὲν γάρ τι κακή γε, φέροι δέ κεν ὥρια πάντα:   τι η γη κακή δεν ήταν θα 'βγαζε τα πάντα στον καιρό τους·
                    ἐν μὲν γὰρ λειμῶνες ἁλὸς πολιοῖο παρ᾿ ὄχθας   λιβάδια στης ψαριάς της θάλασσας το κύμα πλάι θωρούσες,
                    ὑδρηλοὶ μαλακοί: μάλα κ᾿ ἄφθιτοι ἄμπελοι εἶεν.   αφράτα, με νερά᾿ θα κάρπιζαν εδώ τ᾿ αμπέλια αιώνια.
                    ἐν δ᾿ ἄροσις λείη: μάλα κεν βαθὺ λήιον αἰεὶ   Κι είχε καλά χωράφια ο τόπος τους· σπαρτά τον κάθε χρόνο

               135  εἰς ὥρας ἀμῷεν, ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ᾿ οὖδας.   βαθιά θα θέριζαν στην ώρα τους, τι ήταν παχύ το χώμα.
                    ἐν δὲ λιμὴν ἐύορμος, ἵν᾿ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν,   Είχε και κόρφο καλολίμανο᾿ να δέσεις χρεία δεν ήταν
                    οὔτ᾿ εὐνὰς βαλέειν οὔτε πρυμνήσι᾿ ἀνάψαι,   σκοινιά καθόλου, ουδέ αγκυρόπετρες να ρίξεις και πρυμάτσες,
                    ἀλλ᾿ ἐπικέλσαντας μεῖναι χρόνον εἰς ὅ κε ναυτέων   μον᾿ στα ρηχά να βγεις, προσμένοντας οι ναύτες πότε πάλε
                    θυμὸς ἐποτρύνῃ καὶ ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται.   θα πουν να φύγουν, μόλις οι ανέμοι ξανά φυσήξουν πρίμοι.

               140  αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ,   Στου λιμανιού την κόχη κρούσταλλο νερό αναβρεί από σπήλιο
                    κρήνη ὑπὸ σπείους: περὶ δ᾿ αἴγειροι πεφύασιν.   — μιαν ανεβάλλουσα—κι ολόγυρα πολλές φυτρώνουν λεύκες.
                    ἔνθα κατεπλέομεν, καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν   Κει πέρα μπήκαμε κι αράξαμε· κάποιος θεός το δρόμο
                    νύκτα δι᾿ ὀρφναίην, οὐδὲ προυφαίνετ᾿ ἰδέσθαι:   στη σκοτεινή νυχτιά μας έδειχνε- δεν έφεγγε να ιδούμε.
                    ἀὴρ γὰρ περὶ νηυσὶ βαθεῖ᾿ ἦν, οὐδὲ σελήνη   Πυκνή καταχνιά τα καράβια μας περίζωνε᾿ σε νέφη

               145  οὐρανόθεν προύφαινε, κατείχετο δὲ νεφέεσσιν.   κρυμμένο το φεγγάρι είχε χαθεί κι αυτό ψηλά απ᾿ τα ουράνια.
                    ἔνθ᾿ οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν,   Γι᾿ αύτό και το νησί τα μάτια μας δεν το 'χαν ξεχωρίσει
                    οὔτ᾿ οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον   μηδέ τα κύματα, που ολόμακρα καταγιαλού κυλούσαν,
                    εἰσίδομεν, πρὶν νῆας ἐυσσέλμους ἐπικέλσαι.   ως τη στιγμή τα καλοκούβερτα που άραξαν άρμενα μας.
                    κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία πάντα,   Κι ως τα καράβια άραξαν, τα πανιά μαϊνάραμε όλα, κι όξω

               150  ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης:   κι εμείς εβγήκαμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω,
                    ἔνθα δ᾿ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.   και καρτερούσαμε κοιμάμενοι τη θείαν Αυγή να φέξει.
                    «ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    νῆσον θαυμάζοντες ἐδινεόμεσθα κατ᾿ αὐτήν.   γυρνούμε το νησί, θαμάζοντας τις τόσες ομορφιές του·
                    ὦρσαν δὲ νύμφαι, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,   και του βουνού οι Κυράδες σήκωσαν, του Βροντοσκουταράτου

               155  αἶγας ὀρεσκῴους, ἵνα δειπνήσειαν ἑταῖροι.   οι θυγατέρες, αγριοκάτσικα, να φάνε οι σύντροφοί μου.
                    αὐτίκα καμπύλα τόξα καὶ αἰγανέας δολιχαύλους   Γυρτά δοξάρια, μακροκάλαμα κοντάρια απ᾿ τα καράβια
                    εἱλόμεθ᾿ ἐκ νηῶν, διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες   μεμιάς αρπάζοντας αρχίζουμε, στα τρία διαμοιρασμένοι,
                    βάλλομεν: αἶψα δ᾿ ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην.   να ρίχνουμε, κι ευτύς μας έδωκε που ο θεός κυνήγι.
                    νῆες μέν μοι ἕποντο δυώδεκα, ἐς δὲ ἑκάστην   Καράβια με ακλουθούσαν δώδεκα, και πέσαν στο καθένα
               160  ἐννέα λάγχανον αἶγες: ἐμοὶ δὲ δέκ᾿ ἔξελον οἴῳ.    από εννιά αγρίμια᾿ δέκα διάλεξαν να πάρω εγώ μονάχα.
                    «ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα   Έτσι, ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
                    ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ:   με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί ευφραινόμαστε όλοι·
                    οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός,   δε μας απόλειπε το κόκκινο κρασί μαθές ακόμα·
                    ἀλλ᾿ ἐνέην: πολλὸν γὰρ ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἕκαστοι   είχαν τα πλοία μας· τι ως πατήσαμε το κάστρο των Κικόνων,

               165  ἠφύσαμεν Κικόνων. ἱερὸν πτολίεθρον ἑλόντες.   που ο καθένας μας εγνοιάστηκε να πάρει σε λαγήνια.
                    Κυκλώπων δ᾿ ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντων,   Σιμά μας των Κυκλώπων βλέπαμε τη γη και τους καπνούς της
                    καπνόν τ᾿ αὐτῶν τε φθογγὴν ὀίων τε καὶ αἰγῶν.   κι απ᾿ τα κοπάδια τα βελάσματα και τις φωνές των ίδιων.
                    ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,   Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
                    δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.   σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
   101   102   103   104   105   106   107   108   109   110   111