Page 103 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 103
102
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ι-
-9- Ἀτὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, αλήθεια είναι όμορφο να κάθεσαι ν᾿ ακούς τον τραγουδάρη,
ἦ τοι μὲν τόδε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ και να 'ναι σαν αυτόν, που ακούγεται καθώς θεού η φωνή του."
τοιοῦδ᾿ οἷος ὅδ᾿ ἐστί, θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν.
5 οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι Άλλη αναγάλλια εγώ τρανότερη δεν ξέρω, μόνο να 'χει
ἢ ὅτ᾿ ἐυφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον ἅπαντα, ο κόσμος όλος σε ξεφάντωση στρωθεί, κι οι καλεσμένοι
δαιτυμόνες δ᾿ ἀνὰ δώματ᾿ ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ στο αρχονταρίκι ν᾿ αφουγκράζουνται το θείο τον τραγουδάρη,
ἥμενοι ἑξείης, παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι γραμμή καθούμενοι· και δίπλα τους γεμάτα τα τραπέζια
σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ᾿ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων ψωμί και κρέατα᾿ κι ανασέρνοντας κρασί από το κροντήρι
10 οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι: να τρέχει ο κεραστής στις κούπες τους να το κερνάει, να πίνουν.
τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι. Αυτή η χαρά λογιάζω εστάθηκεν η πιο τρανή του ανθρώπου.
σοὶ δ᾿ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα Μα να η καρδιά σου που λαχτάρησε τα πάθη μου να μάθει
εἴρεσθ᾿, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω: τα θλιβερά, για να φουντώσουνε πιο ακόμα οι στεναγμοί μου.
τί πρῶτόν τοι ἔπειτα, τί δ᾿ ὑστάτιον καταλέξω; Τι πρώτο να σου πω και τι στερνό ν᾿ αφήσω, απ᾿ όσα μύρια
15 κήδε᾿ ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ Οὐρανίωνες. βάσανα μου᾿ δωκαν οι αθάνατοι που κυβερνούν τα ουράνια;
νῦν δ᾿ ὄνομα πρῶτον μυθήσομαι, ὄφρα καὶ ὑμεῖς Μα τ᾿ όνομά μου πρώτα ακούσετε, για να το ξέρετε όλοι'
εἴδετ᾿, ἐγὼ δ᾿ ἂν ἔπειτα φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ θέλω κι αργότερα, ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου,
ὑμῖν ξεῖνος ἔω καὶ ἀπόπροθι δώματα ναίων. να μείνω φίλος σας, κι ας βρίσκεται το αρχοντικό μου αλάργα.
εἴμ᾿ Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν Είμαι ο Οδυσσέας, ο γιος του αντρόκαρδου Λαέρτη· ο κόσμος όλος
20 ἀνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει. ξέρει τους δόλους μου, κι η δόξα μου ψηλά στα ουράνια φτάνει!
ναιετάω δ᾿ Ἰθάκην ἐυδείελον: ἐν δ᾿ ὄρος αὐτῇ Πατρίδα μου ειν᾿ η Ιθάκη η ξέφαντη, με το καμαρωμένο
Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές: ἀμφὶ δὲ νῆσοι το Νήριτο, το φυλλοσούσουρο βουνό της, κι ένα γύρο
πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι, νησιά πολλά προβάλλουν, όλα τους κοντά κοντά βαλμένα,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος. η Σάμη, η δασωμένη Ζάκυθο και το Δουλίχιο᾿ κι είναι
25 αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται η Ιθάκη χαμηλή, στο πέλαγο ψηλά ψηλά, στη δύση,
πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ᾿ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, μα τ᾿ άλλα αλάργα στου ήλιου βρίσκουνται και στης αυγής τα μέρη.
τρηχεῖ᾿, ἀλλ᾿ ἀγαθὴ κουροτρόφος: οὔ τοι ἐγώ γε Πετραδερό νησί, μα ασύγκριτη λεβεντομάνα, κι ούτε
ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι. άλλο στον κόσμο εγώ γλυκύτερο μπορώ να δω απ᾿ τη γη μου.
ἦ μέν μ᾿ αὐτόθ᾿ ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων, Η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στις βαθουλές σπηλιές της
30 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι: μου αντίσκοφτε το δρόμο, θέλοντας να με κρατήσει γι᾿ άντρα.
ὣς δ᾿ αὔτως Κίρκη κατερήτυεν ἐν μεγάροισιν Κι η Κίρκη η δολερή απ᾿ το σπίτι της στην Αία να φύγω πίσω
Αἰαίη δολόεσσα, λιλαιομένη πόσιν εἶναι: δε μ᾿ άφηνε, κι αυτή γυρεύοντας να με κρατήσει γι᾿ άντρα.
ἀλλ᾿ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον. Όμως ποτέ δε μου μετάστρεψαν τη γνώμη μες στα στήθη·
ὣς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων τι πιο γλυκό στον κόσμο τίποτε δεν ξέρω από πατρίδα
35 γίγνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον κι από γονιούς, ακόμα αν κάθεσαι σε μυριοπλούσια σπίτια
γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων. στα ξένα μέρη εκεί που βρέθηκες, αλάργα απ᾿ τους γονιούς σου.
εἰ δ᾿ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ᾿ ἐνίσπω, Άκουσε τώρα το πολυπαθο του γυρισμου ταξίδι
ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκεν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντι. που μου 'χε ο Δίας ορίσει, ως άφηνα της Τροίας τη χώρα πίσω:
«Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν, Από του Ιλίου τα μέρη μ᾿ έριξαν στους Κίκονες οι ανέμοι,