Page 104 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 104
103
40 Ἰσμάρῳ. ἔνθα δ᾿ ἐγὼ πόλιν ἔπραθον, ὤλεσα δ᾿ στην Ίσμαρο᾿ κι εγώ την πάτησα και σκότωσα τους άντρες,
αὐτούς: κι όσα απ᾿ το κάστρο τους κουρσέψαμε — γυναίκες, βιος περίσσιο
ἐκ πόλιος δ᾿ ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες —
δασσάμεθ᾿, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης. μοιρασιά εγίναν, να 'χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
ἔνθ᾿ ἦ τοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας Και τότε εγώ μιαν ώρα αρχύτερα να φύγουμε ζητούσα,
ἠνώγεα, τοὶ δὲ μέγα νήπιοι οὐκ ἐπίθοντο. όμως εκείνοι οι τρισανέμυαλοι δε θέλαν να μ᾿ ακούσουν.
45 Πινόταν το κρασί αλογάριαστο, και πλήθος βόδια σφάζαν
ἔνθα δὲ πολλὸν μὲν μέθυ πίνετο, πολλὰ δὲ μῆλα
ἔσφαζον παρὰ θῖνα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς: στεφανοκέρατα, στριφτόζαλα, κι αρνιά στο ακροθαλάσσι.
Ωστόσο οι Κίκονες εφώναζαν τους Κίκονες τους άλλους,
τόφρα δ᾿ ἄρ᾿ οἰχόμενοι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν, που ήταν γειτόνοι τους, πιο αντρόκαρδοι και πιο πολλοί από
οἵ σφιν γείτονες ἦσαν, ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους, κείνους,
ἤπειρον ναίοντες, ἐπιστάμενοι μὲν ἀφ᾿ ἵππων
κι ως ήταν στεριανοί, απ᾿ τ᾿ αμάξια τους να πολεμούν κάτεχαν,
50 ἀνδράσι μάρνασθαι καὶ ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα. μα και πεζή με τους αντίμαχους, σαν το καλνούσε η ανάγκη.
ἦλθον ἔπειθ᾿ ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ, Και φτάσαν όσα τ᾿ ανοιξιάτικα λουλούδια και τα φύλλα
ἠέριοι: τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη την κονταυγή᾿ κι εμάς μας πλάκωσε κακή και μαύρη μοίρα
ἡμῖν αἰνομόροισιν, ἵν᾿ ἄλγεα πολλὰ πάθοιμεν. του Δία τους άμοιρους, αρίφνητες να ποτιστούμε πίκρες.
στησάμενοι δ᾿ ἐμάχοντο μάχην παρὰ νηυσὶ θοῇσι, Κι ως πήραν θέση, άνοιξαν πόλεμο, και δίπλα στ᾿ άρμένα μας
55 βάλλον δ᾿ ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν. ο ένας στον άλλο απάνω ρίχναμε με τα χαλκά κοντάρια.
ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ, Όσο βαστούσε η αυγή και πλήθαινε το φως της άγιας μέρας,
τόφρα δ᾿ ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας. αντιπαλεύοντας κρατιόμαστε, κι ας ήταν πιότεροι μας'
ἦμος δ᾿ ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, όμως σαν πήρε ο γήλιος κι έγειρεν, η ώρα που λυούν τα βόδια,
καὶ τότε δὴ Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς. μας καταπόνεσαν οι Κίκονες και στο φευγιό μας ρίξαν.
60 ἓξ δ᾿ ἀφ᾿ ἑκάστης νηὸς ἐυκνήμιδες ἑταῖροι Από έξι σύντροφοι λιοντόκαρδοι σε κάθε μας καράβι
ὤλονθ': οἱ δ᾿ ἄλλοι φύγομεν θάνατόν τε μόρον τε. χάθηκαν, κι οι άλλοι ξεγλιτώσαμε της μοίρας και του Χάρου.
«ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ, Κι ανοίξαμε πανιά να φύγουμε με πικραμένα σπλάχνα,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους. εμείς γλιτώνοντας το θάνατο — χωρίς τους συντρόφους μας.
οὐδ᾿ ἄρα μοι προτέρω νῆες κίον ἀμφιέλισσαι, Κι ουδέ πιο μπρός τα δρεπανόγυρτα καράβια μας κινήσαν,
65 πρίν τινα τῶν δειλῶν ἑτάρων τρὶς ἕκαστον ἀῦσαι, πριν τρεις φορές τους δόλιους συντρόφους φωνάξουμε, έναν έναν,
οἳ θάνον ἐν πεδίῳ Κικόνων ὕπο δῃωθέντες. που χτυπημένοι από τους Κίκονες στον κάμπο εσκοτωθήκαν.
νηυσὶ δ᾿ ἐπῶρσ᾿ ἄνεμον Βορέην νεφεληγερέτα Ζεὺς Καί τότε ο Δίας βοριά ξεσήκωσεν ο νεφελοστοιβάχτης
λαίλαπι θεσπεσίῃ, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε με φοβερό δρολάπι απάνω μας, και σκέπασε με νέφη
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον: ὀρώρει δ᾿ οὐρανόθεν νύξ. στεριά μαζί και πέλαα, κι άπλωσε θολή απ᾿ τα ουράνια νύχτα.
70 Τρέχαν τα πλοία μας με τις πλώρες τους σκυφτές, και τα πανιά
αἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἐφέροντ᾿ ἐπικάρσιαι, ἱστία δέ σφιν
τους
τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο.
στα δυό, στα τρία, στα πέντε σκίστηκαν απ᾿ την όρμή του ανέμου.
καὶ τὰ μὲν ἐς νῆας κάθεμεν, δείσαντες ὄλεθρον,
Πως θα χαθούμε φοβηθήκαμε, και τα πανιά με βιάση
αὐτὰς δ᾿ ἐσσυμένως προερέσσαμεν ἤπειρόνδε.
μαϊνάροντας στεριά γυρέψαμε με τα κουπιά, να βγούμε.
ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾿ ἤματα συνεχὲς αἰεὶ
Δυό νύχτες πανωτές κοιτόμαστε στον άμμο και δυο μέρες,
75 κείμεθ᾿, ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες. κι η έγνοια κι ο κάματος μας έτρωγαν τα σπλάχνα᾿ η τρίτη ωστόσο
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐυπλόκαμος τέλεσ᾿ Ἠώς, μόλις επήρε αυγή και χάραζε, κινούμε με απλωμένα
ἱστοὺς στησάμενοι ἀνά θ᾿ ἱστία λεύκ᾿ ἐρύσαντες τ᾿ άσπρα πανιά στα όρθά κατάρτια μας, καθούμενοι, τι εκείνα
ἥμεθα, τὰς δ᾿ ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ᾿ ἴθυνον. καλά τα κυβερνούσαν ο άνεμος κι οι τιμονιέροι μόνο.
καί νύ κεν ἀσκηθὴς ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν: Θα 'φτανα ανέβλαβος στον τόπο μου, μα το Μαλιά ως ζητούσα
80 ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν να κεφαλώσω, ξάφνου μ᾿ έσπρωξαν μαζί βοριάς και κύμα
καὶ Βορέης ἀπέωσε, παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων. και ρέμα πέρα από τα Κύθηρα, κι αλάργα με ξοριάσαν.