Page 39 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 39
38
δμῳῇσιν κατὰ δώματ᾿ ἀγακλυτὰ δαῖτα πένεσθαι, πέστε στις δούλες το περίλαμπρο να μας γνοιαστούνε γιόμα,
ἕδρας τε ξύλα τ᾿ ἀμφὶ καὶ ἀγλαὸν οἰσέμεν ὕδωρ.» κι άλλες νερό να φέρουν γάργαρο, κι άλλες θρονιά και ξύλα.»
430 ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐποίπνυον. ἦλθε μὲν ἂρ Αυτά είπε, κι όλοι καταπιάστηκαν γοργά᾿ κι ήρθε απ᾿ τον κάμπο
βοῦς το βόδι, κι ήρθαν απ᾿ το γρήγορο, σοζυγιαστό καράβι
ἐκ πεδίου, ἦλθον δὲ θοῆς παρὰ νηὸς ἐίσης οι σύντροφοι όλοι του Τηλέμαχου του αντριγιωμένου, κι ήρθε
Τηλεμάχου ἕταροι μεγαλήτορος, ἦλθε δὲ χαλκεὺς ο χρυσικός με όλα τα χάλκινα της τέχνης σύνεργα του,
ὅπλ᾿ ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήια, πείρατα τέχνης, με το καλόφτιαστο διλάβι του, το αμόνι, το σφυρί του,
ἄκμονά τε σφῦραν τ᾿ ἐυποίητόν τε πυράγρην,
435 οἷσίν τε χρυσὸν εἰργάξετο: ἦλθε δ᾿ Ἀθήνη που δούλευε με αυτά το μάλαμα᾿ κι ήρθε η Αθηνά το τάμα
ἱρῶν ἀντιόωσα. γέρων δ᾿ ἱππηλάτα Νέστωρ να προσδεχτεί. Κι ο γέρο Νέστορας ο αλογατάς του δίνει
χρυσὸν ἔδωχ': ὁ δ᾿ ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν το μάλαμα᾿ κι αυτός τα κέρατα με τέχνη της δαμάλας
ἀσκήσας, ἵν᾿ ἄγαλμα θεὰ κεχάροιτο ἰδοῦσα. χρυσώνει, να χαρεί θωρώντας το βαθιά ή θεά στα φρένα.
βοῦν δ᾿ ἀγέτην κεράων Στρατίος καὶ δῖος Ἐχέφρων. Το ζω μετά απ᾿ τα κέρατα έσυραν ο Εχέφρονας κι ο Στράτης,
440 χέρνιβα δέ σφ᾿ Ἄρητος ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι κι ο Άρητος ήρθε από την κάμαρα κρατώντας να πλυθούνε
ἤλυθεν ἐκ θαλάμοιο φέρων, ἑτέρῃ δ᾿ ἔχεν οὐλὰς λεβέτι άνθόπλουμο, και στί» άλλο του πανέρι με κριθάρι.
ἐν κανέῳ πέλεκυν δὲ μενεπτόλεμος Θρασυμήδης Κι είχε πελέκι ό πολεμόχαρος στδ χέρι Θρασυμήδης
ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο βοῦν ἐπικόψων. αδράξει κοφτερό, και σίμωνε το βόδι να χτυπήσει'
Περσεὺς δ᾿ ἀμνίον εἶχε: γέρων δ᾿ ἱππηλάτα Νέστωρ κούπα ο Περσέας κρατούσε, κι έπλυνε τα δυο του χέρια τέλος
445 χέρνιβά τ᾿ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, πολλὰ δ᾿ Ἀθήνῃ ο γέρο Νέστορας, κι ως σκόρπισε τ᾿ αγιοκριθάρια, ευκιόταν
εὔχετ᾿ ἀπαρχόμενος, κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ με θέρμη στην Παλλάδα, καίγοντας απ᾿ το κεφάλι τρίχες.
βάλλων. Κι ως ευχήθηκαν και πασπάλισαν μετά τ᾿ αγιοκριθάρια,
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο, γοργά του Νέστορα ο τρανόκαρδος υγιός, ο Θρασυμήδης,
αὐτίκα Νέστορος υἱὸς ὑπέρθυμος Θρασυμήδης σιμώνει, και του δίνει᾿ κι έκοψε τα νεύρα το πελέκι
ἤλασεν ἄγχι στάς: πέλεκυς δ᾿ ἀπέκοψε τένοντας
450 αὐχενίους, λῦσεν δὲ βοὸς μένος. αἱ δ᾿ ὀλόλυξαν του σβέρκου, κι απ᾿ το ζω παράλυσεν η ορμή᾿ κι έσυραν όλες
θυγατέρες τε νυοί τε καὶ αἰδοίη παράκοιτις στριγγιά φωνή, κι οι θυγατέρες του κι οι νύφες κι η Ευρυδίκη,
Νέστορος, Εὐρυδίκη, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν. η κόρη η πιο τρανή του Κλύμενου, του Νέστορα το ταίρι.
οἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἀνελόντες ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης Κι απ᾿ την πλατιά τη γη ως ανάσκωσαν οι άλλοι ψηλά το βόδι,
ἔσχον: ἀτὰρ σφάξεν Πεισίστρατος, ὄρχαμος ἀνδρῶν. το 'σφαξε ο ρήγας ο Πεισίστρατος. Μόλις το μαύρο γαίμα
455 τῆς δ᾿ ἐπεὶ ἐκ μέλαν αἷμα ῥύη, λίπε δ᾿ ὀστέα θυμός, χύθη στη γης κι από τα κόκαλα ξεπέταξε η ψυχή του,
αἶψ᾿ ἄρα μιν διέχευαν, ἄφαρ δ᾿ ἐκ μηρία τάμνον το τεταρτιάσαν πρώτα γρήγορα και τα μεριά του κόψαν
πάντα κατὰ μοῖραν, κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν όλα ως εταίριαζε, τα τύλιξαν τρογύρα με τη σκέπη,
δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ᾿ αὐτῶν δ᾿ ὠμοθέτησαν. διπλώνοντας τη, κι από πάνω τους κομμάτια κρέας πιθώσαν.
καῖε δ᾿ ἐπὶ σχίζῃς ὁ γέρων, ἐπὶ δ᾿ αἴθοπα οἶνον Σε σκίζες τα 'καιγεν ο γέροντας και στάλαζε από πάνω
460 λεῖβε: νέοι δὲ παρ᾿ αὐτὸν ἔχον πεμπώβολα χερσίν. κρασί φλογάτο᾿ και πεντόσουβλες οι νιοί σιμά του εκράτουν.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρ᾿ ἐκάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο, Και σύντας τα μεριά αποκάηκαν και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
μίστυλλόν τ᾿ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾿ ὀβελοῖσιν ἔπειραν, λιανίσαν τ᾿ άλλα και τα πέρασαν στις σούβλες και τα ψήναν
ὤπτων δ᾿ ἀκροπόρους ὀβελοὺς ἐν χερσὶν ἔχοντες. τις ακρομύτικες στα χέρια τους ανεβαστώντας σούβλες.
τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη, Ωστόσο τον Τηλέμαχο έλουζε του Νέστορα μια κόρη
465 Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Νηληϊάδαο. όμορφη, κι ήταν η μικρότερη στα χρόνια, η Πολυκάστη.
αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾿ ἐλαίῳ, Κι ως τον απόλουσε, τον άλειψε με μυρωμένο λάδι
ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα, κι όμορφή πέρασε στους ώμους του χλαμύδα και χιτώνα,
ἔκ ῥ᾿ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος: κι απ᾿ το λουτρό θαρρείς αθάνατος επρόβαλε στην όψη,
πὰρ δ᾿ ὅ γε Νέστορ᾿ ἰὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο, ποιμένα και τράβηξε κοντά στο Νέστορα το ρήγα να καθίσει.
λαῶν.