Page 34 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 34

33




                    «ὦ φίλ᾿, ἐπεὶ δὴ ταῦτά μ᾿ ἀνέμνησας καὶ ἔειπες,   «Παιδί μου, μια και τ᾿ αναθίβανες και μου μιλείς για τούτα,
                    φασὶ μνηστῆρας σῆς μητέρος εἵνεκα πολλοὺς   ακούω να λεν πολλοί τη μάνα σου πως τη ζητούν μνηστήρες,
                    ἐν μεγάροις ἀέκητι σέθεν κακὰ μηχανάασθαι:   και συφορές μες στο παλάτι σου συγκλώθουν άθελα σου.
                    εἰπέ μοι, ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι, ἦ σέ γε λαοὶ   Πες μου, το θέλεις κι υποτάζεσαι; για μήπως μες στη χώρα,

               215  ἐχθαίρουσ᾿ ἀνὰ δῆμον, ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ.   θεού φωνή ακλουθώντας, όχτρητα για σένα νιώθει ο κόσμος;
                    τίς δ᾿ οἶδ᾿ εἴ κέ ποτέ σφι βίας ἀποτίσεται ἐλθών,   Μπορεί κι αυτός να 'ρθεϊ, τις άνομες να γδικιωθεί δουλειές τους,
                    ἢ ὅ γε μοῦνος ἐὼν ἢ καὶ σύμπαντες Ἀχαιοί;   ποιος ξέρει, μοναχός του κάποτε, μπορεί κι οι Αργίτες όλοι.
                    εἰ γάρ σ᾿ ὣς ἐθέλοι φιλέειν γλαυκῶπις Ἀθήνη,   Να 'ταν αγάπη τόση να 'δειχνε για σένα η Γλαυκομάτα,
                    ὡς τότ᾿ Ὀδυσσῆος περικήδετο κυδαλίμοιο   καθώς τον ξακουσμένο εγνοιάζουνταν τότε Οδυσσέα στη χώρα

               220  δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχομεν ἄλγε᾿ Ἀχαιοί--   μακριά των Τρωών, εκεί που σέρναμε καημούς οι Αργίτες πλήθος!
                    οὐ γάρ πω ἴδον ὧδε θεοὺς ἀναφανδὰ φιλεῦντας,   Θεούς που ν᾿ αγαπούν ξεφάνερα τόσο πολύ, ως εκείνον
                    ὡς κείνῳ ἀναφανδὰ παρίστατο Παλλὰς Ἀθήνη--   παράστεκε η Αθηνά ξεφάνερα, δεν έχω ιδεί ποτέ μου.
                    εἴ σ᾿ οὕτως ἐθέλοι φιλέειν κήδοιτό τε θυμῷ,   Και σένα τόσο τώρα αν γνοιάζουνταν κι αγάπη σου 'δειχνε όμοια,
                    τῶ κέν τις κείνων γε καὶ ἐκλελάθοιτο γάμοιο.»   πολλοί θαρρώ από κείνους θα 'βγαζαν το γάμο από το νου τους.»

               225  τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «ὦ γέρον, οὔ πω τοῦτο ἔπος τελέεσθαι ὀίω:   «Όχι! σωστά δε θα 'βγουν, γέροντα, τα λόγια σου, φοβούμαι'
                    λίην γὰρ μέγα εἶπες: ἄγη μ᾿ ἔχει. οὐκ ἂν ἐμοί γε   είπες μεγάλο λόγο, σάστισα᾿ καμιά δεν έχω ελπίδα,
                    ἐλπομένω τὰ γένοιτ᾿, οὐδ᾿ εἰ θεοὶ ὣς ἐθέλοιεν.»    ακόμα κι οι θεοί να το 'θελαν, ό,τι είπες πως θα γένει.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Γυρνώντας η Αθηνά, η γλαυκόματη θεά, του απηλογήθη:

               230                                         «Ποιος λόγος σου 'φυγε, Τηλέμαχε, της δοντωσιάς το φράχτη;
                    «Τηλέμαχε, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.
                                                           Κι από μακριά ο θεός ανέκοπα γλιτώνει τον που θέλει.
                    ῥεῖα θεός γ᾿ ἐθέλων καὶ τηλόθεν ἄνδρα σαώσαι.
                                                           Κάλλια έχω εγώ περίσσια βάσανα να πάθω, πριν διαγείρω
                    βουλοίμην δ᾿ ἂν ἐγώ γε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας
                    οἴκαδέ τ᾿ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι,   στο σπίτι μου, τη μέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου,
                                                           παρά φτασμένος μπρος στο τζάκι μου να πέσω, σαν του Ατρέα το
                    ἢ ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος, ὡς Ἀγαμέμνων
                                                           γιο,

               235  ὤλεθ᾿ ὑπ᾿ Αἰγίσθοιο δόλῳ καὶ ἧς ἀλόχοιο.   που εχάθη απ᾿ της γυναίκας του και του Αίγιστου το δόλο.
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι θάνατον μὲν ὁμοίιον οὐδὲ θεοί περ   Μα αλήθεια απ᾿ τον κοινό το θάνατο μηδέ οι θεοί μπορούνε
                    καὶ φίλῳ ἀνδρὶ δύνανται ἀλαλκέμεν, ὁππότε κεν δὴ   έναν θνητό να τον γλιτώσουνε, κι ας του 'χουν όση αγάπη,
                    μοῖρ᾿ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο.»   σαν θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος και τον ξαπλώσει χάμω.»
                    τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Και τότι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε

               240  «Μέντορ, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα κηδόμενοί περ:   «Να μην τα μελετούμε, Μέντορα, κι ας μας πικραίνουν τόσο!
                    κείνῳ δ᾿ οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος, ἀλλά οἱ ἤδη   Πια δε γυρίζει εκείνος, σίγουρα᾿ τον έχουν παραδώσει
                    φράσσαντ᾿ ἀθάνατοι θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν.   κιόλας οι αθάνατοι στο θάνατο και στου χαμού τη μοίρα.
                    νῦν δ᾿ ἐθέλω ἔπος ἄλλο μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι   Μα από το Νέστορα άλλο θα 'θελα ν᾿ ακούσω και να μάθω'
                    Νέστορ᾿, ἐπεὶ περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων:   τι η μυαλωμένη, δίκια κρίση του το ταίρι της δεν έχει'
               245  τρὶς γὰρ δή μίν φασιν ἀνάξασθαι γένε᾿ ἀνδρῶν:   ακούω να λένε πως βασίλεψε σε τρεις γενιές ανθρώπων,
                    ὥς τέ μοι ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι.   και μου φαντάζει σαν αθάνατος, καθώς τον αντικρίζω.
                    ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, σὺ δ᾿ ἀληθὲς ἐνίσπες:   Γιε του Νηλέα, τρανέ μου Νέστορα, την πάσα αλήθεια πες μου:
                    πῶς ἔθαν᾿ Ἀτρεί̈δης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων;   ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, πως χάθη;
                    ποῦ Μενέλαος ἔην; τίνα δ᾿ αὐτῷ μήσατ᾿ ὄλεθρον   και που ήταν ο Μενέλαος; ο Αίγιστος ο δολερός ποιόν τάχα
               250  Αἴγισθος δολόμητις, ἐπεὶ κτάνε πολλὸν ἀρείω;   του 'κλωσε θάνατο και σκότωσε πολύ καλύτερο του;
                    ἦ οὐκ Ἄργεος ἦεν Ἀχαιικοῦ, ἀλλά πῃ ἄλλῃ   Εκείνος μπας κι άλλου παράδερνε και δε βρισκόταν στο Άργος
                    πλάζετ᾿ ἐπ᾿ ἀνθρώπους, ὁ δὲ θαρσήσας κατέπεφνε;»  το αχαϊκό, κι ό άλλος θαρρεύτηκε και τέλεψε το φόνο;»
                    τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ:   Κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας άπηλογιά του δίνει:
                    «τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθέα πάντ᾿ ἀγορεύσω.   «θα σου την πω, παιδί μου, ως γύρεψες, την πάσα αλήθεια τώρα,
   29   30   31   32   33   34   35   36   37   38   39