Page 37 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 37
36
ἐπέλειβον. Και σα στάλαξαν, ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε'
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾿ ἔπιον θ᾿, ὅσον ἤθελε θυμός, μα ως η Αθηνά με τον Τηλέμαχο το θεοδιωματάρη
δὴ τότ᾿ Ἀθηναίη καὶ Τηλέμαχος θεοειδὴς μαζί στο βαθουλό καράβι τους κινούσαν να διαγείρουν,
ἄμφω ἱέσθην κοίλην ἐπὶ νῆα νέεσθαι.
345 Νέστωρ δ᾿ αὖ κατέρυκε καθαπτόμενος ἐπέεσσιν: ο Νέστορας τους ανακράτησε κι αυτά μιλώντας είπε:
«Ζεὺς τό γ᾿ ἀλεξήσειε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι, «Ο Δίας ετούτο κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να μη μου δώσουν,
ὡς ὑμεῖς παρ᾿ ἐμεῖο θοὴν ἐπὶ νῆα κίοιτε ν᾿ αφήσω στο γοργό να στρέψετε καράβι, ως να 'μουν κάποιος
ὥς τέ τευ ἦ παρὰ πάμπαν ἀνείμονος ἠδὲ πενιχροῦ, που τόνε δέρνει η φτωχοπόρεψη κι έχει γυμνό το σπίτι,
ᾧ οὔ τι χλαῖναι καὶ ῥήγεα πόλλ᾿ ἐνὶ οἴκῳ, κι ουδέ φλοκάτες πια του βρίσκουνται κι ουδέ πολλά κιλίμια,
350 οὔτ᾿ αὐτῷ μαλακῶς οὔτε ξείνοισιν ἐνεύδειν. στα μαλακά κι αυτός κι οι φίλοι του να πέφτουν να κοιμούνται.
αὐτὰρ ἐμοὶ πάρα μὲν χλαῖναι καὶ ῥήγεα καλά. Εγώ όμως έχω και πεντάμορφα κιλίμια και φλοκάτες!
οὔ θην δὴ τοῦδ᾿ ἀνδρὸς Ὀδυσσῆος φίλος υἱὸς Όσο που ζω, στου πλοίου δε γίνεται τα ξύλα να πλαγιάσει
νηὸς ἐπ᾿ ἰκριόφιν καταλέξεται, ὄφρ᾿ ἂν ἐγώ γε ο γιος του αντρός που αναθιβάναμε πριν λίγο, του Οδυσσέα.
ζώω, ἔπειτα δὲ παῖδες ἐνὶ μεγάροισι λίπωνται, Μετά, σα μείνουν στο παλάτι μου να κυβερνούν οι γιοί μου,
355 ξείνους ξεινίζειν, ὅς τίς κ᾿ ἐμὰ δώμαθ᾿ ἵκηται.» αυτοί τους φίλους, όσοι φτάνουνε, θα τους φιλοκονεύουν.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη: Γυρνώντας η Αθηνά, η γλαυκόματη θεά, του απηλογήθη:
«εὖ δὴ ταῦτά γ᾿ ἔφησθα, γέρον φίλε: σοὶ δὲ ἔοικεν «Καλέ μου γέροντα, τα λόγια σου σωστά, και να συγκλίνει,
Τηλέμαχον πείθεσθαι, ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτως. πρέπει ο Τηλέμαχος᾿ καλύτερη δε βρίσκεται άλλη γνώμη.
ἀλλ᾿ οὗτος μὲν νῦν σοὶ ἅμ᾿ ἕψεται, ὄφρα κεν εὕδῃ Ας πορευτεί λοιπόν αντάμα σου, στο αρχοντικό σας μέσα
360 σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν: ἐγὼ δ᾿ ἐπὶ νῆα μέλαιναν να κοιμηθεί᾿ μα εγώ για τ᾿ άρμενο το μελανό θα φύγω,
εἶμ᾿, ἵνα θαρσύνω θ᾿ ἑτάρους εἴπω τε ἕκαστα. για να συχάσω τους συντρόφους μας και να τους πω τι εγίνη'
οἶος γὰρ μετὰ τοῖσι γεραίτερος εὔχομαι εἶναι: τι εγώ είμαι ο μόνος κάπως γέροντας που βρίσκεται κοντά τους'
οἱ δ᾿ ἄλλοι φιλότητι νεώτεροι ἄνδρες ἕπονται, οι άλλοι είναι νιούτσικοι, του άντρόκαρδου Τηλέμαχου τα χρόνια
πάντες ὁμηλικίη μεγαθύμου Τηλεμάχοιο. όλοι τους έχουν, και ταξίδεψαν μαζί απ᾿ αγάπη μόνο.
365 Κει πέρα να πλαγιάσω θα 'θελα, στο βαθουλό καράβι,
ἔνθα κε λεξαίμην κοίλῃ παρὰ νηὶ μελαίνῃ γι᾿ απόψε᾿ την αυγή στους Καύκωνες τους αντρειανούς θα δράμω,
νῦν: ἀτὰρ ἠῶθεν μετὰ Καύκωνας μεγαθύμους που μου χρωστούν — μικρό το χρέος τους δεν είναι ουδέ
εἶμ᾿ ἔνθα χρεῖός μοι ὀφέλλεται, οὔ τι νέον γε καινούργιο.
οὐδ᾿ ὀλίγον. σὺ δὲ τοῦτον, ἐπεὶ τεὸν ἵκετο δῶμα, Ωστόσο στείλε τον Τηλέμαχο, στο αρχοντικό σου ως ήρθε,
πέμψον σὺν δίφρῳ τε καὶ υἱέι: δὸς δέ οἱ ἵππους,
μ᾿ ένα σου γιο και μ᾿ ένα αμάξι σου, και δώσ᾿ του απ᾿ τ᾿ άλογα σου
370 οἵ τοι ἐλαφρότατοι θείειν καὶ κάρτος ἄριστοι.» τα πιο στο τρέξιμο αλαφρότερα και πιο δυναμωμένα.»
ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη Είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, κι ευτύς κινάει και φεύγει'
φήνῃ εἰδομένη: θάμβος δ᾿ ἕλε πάντας ἰδόντας. με γυπαϊτό παρόμοια᾿ σάστισαν θωρώντας την εκείνοι
θαύμαζεν δ᾿ ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὀφθαλμοῖς: να φεύγει᾿ θάμαξε κι ο γέροντας, τα μάτια του ως την είδαν,
Τηλεμάχου δ᾿ ἕλε χεῖρα, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν: κι είπε γυρνώντας στον Τηλέμαχο, το χέρι πιάνοντας του:
375 «ὦ φίλος, οὔ σε ἔολπα κακὸν καὶ ἄναλκιν ἔσεσθαι, «Φίλε, δειλός κι ανάξιος κάποτε να γίνεις δε φοβούμαι,
εἰ δή τοι νέῳ ὧδε θεοὶ πομπῆες ἕπονται. μια κι είσαι τόσο νιος κι οι αθάνατοι σου στέκουν στο ταξίδι.
οὐ μὲν γάρ τις ὅδ᾿ ἄλλος Ὀλύμπια δώματ᾿ ἐχόντων, Την Τριτογένεια μπρος μας είχαμε, την κουρσολόγα κόρη
ἀλλὰ Διὸς θυγάτηρ, κυδίστη Τριτογένεια, του Δία᾿ θεός από τον Όλυμπο δεν ήταν άλλος, όχι!
ἥ τοι καὶ πατέρ᾿ ἐσθλὸν ἐν Ἀργείοισιν ἐτίμα. Αυτή και τον τρανό τον κύρη σου τιμούσε απ᾿ τους Αργίτες.
380 ἀλλὰ ἄνασσ᾿ ἵληθι, δίδωθι δέ μοι κλέος ἐσθλόν, Όμως, αφέντρα μου, σπλαχνίσου μας, και δόξα τιμημένη
αὐτῷ καὶ παίδεσσι καὶ αἰδοίῃ παρακοίτι: δίνε σε μένα και στα τέκνα μου και στο σεμνό μου ταίρι'
σοὶ δ᾿ αὖ ἐγὼ ῥέξω βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον και θα σου σφάξω φαρδιοκούτελη, μονόχρονη δαμάλα,
ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὕπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ: αδάμαστη, που δεν την έβαλαν ακόμη στο ζυγό της'
τήν τοι ἐγὼ ῥέξω χρυσὸν κέρασιν περιχεύας.» τέτοια θα σφάξω εγώ, τα κέρατα περιχρυσώνοντάς της».