Page 36 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 36
35
κύματ': ἀτὰρ τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Μα τ᾿ άλλα πέντε γαλαζόπλωρα καράβια που ξέκοψαν
300 Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ. ο αγέρας και το ρέμα τα 'φεραν στης Αίγυπτος τα μέρη.
ὣς ὁ μὲν ἔνθα πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων Όσον καιρό ο Μενέλαος μάλαμα και βιος εκεί γυρνώντας
ἠλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ᾿ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους: σε αλλόγλωσσους ανθρώπους μάζωνε με τα πλεούμενα του,
τόφρα δὲ ταῦτ᾿ Αἴγισθος ἐμήσατο οἴκοθι λυγρά. ο Αίγιστος σκάρωνε τις άνομες δουλειές του στην πατρίδα.
πτάετες δ᾿ ἤνασσε πολυχρύσοιο Μυκήνης, Σα σκότωσε το ρήγα, υπόταξε και το λαό του, κι έτσι
305 κτείνας Ἀτρεί̈δην, δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ᾿ αὐτῷ. χρόνους εφτά μες στην πολύχρυση βασίλευε Μυκήνα᾿
τῷ δέ οἱ ὀγδοάτῳ κακὸν ἤλυθε δῖος Ὀρέστης μα πάνω στους οχτώ του πλάκωσε κακό μεγάλο ο Ορέστης
ἂψ ἀπ᾿ Ἀθηνάων, κατὰ δ᾿ ἔκτανε πατροφονῆα, απ᾿ την Αθήνα, και του κύρη του το δολερό σκοτώνει
Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα. φονιά, τον Αίγιστο, που σκότωσε τον αντρειανό του κύρη'
ἦ τοι ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισιν και μακαριά, καθώς τον σκότωσε, να φαν οι Αργίτες στρώνει
310 μητρός τε στυγερῆς καὶ ἀνάλκιδος Αἰγίσθοιο: για το λαγόκαρδο τον Αίγιστο και τη φριχτή του μάνα.
αὐτῆμαρ δέ οἱ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος Την ίδια μέρα κι ο βροντόλαλος Μενέλαος ήρθε τέλος
πολλὰ κτήματ᾿ ἄγων, ὅσα οἱ νέες ἄχθος ἄειραν. κι έφερνε βιος πολύ, όσο τ᾿ άρμενα βαστούσαν να σηκώσουν.
«καὶ σύ, φίλος, μὴ δηθὰ δόμων ἄπο τῆλ᾿ ἀλάλησο, Φίλε, και συ μακριά απ᾿ το σπίτι σου πολύ μην τριγυρίζεις
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ᾿ ἐν σοῖσι δόμοισιν και παρατάς εκεί τα πλούτη σου και μες στο σπίτι σου άντρες
315 οὕτω ὑπερφιάλους, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσιν τόσο ξαδιάντροπους᾿ αλάκερο μπορεί να φαν το βιος σου
κτήματα δασσάμενοι, σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς. μοιράζοντας το, απ᾿ το ταξίδι σου μη βγεις χαμένος έτσι.
ἀλλ᾿ ἐς μὲν Μενέλαον ἐγὼ κέλομαι καὶ ἄνωγα Μα στου Μενέλαου θα σε αρμήνευα κι εγώ να πας, το θέλω'
ἐλθεῖν: κεῖνος γὰρ νέον ἄλλοθεν εἰλήλουθεν, καιρός πολύς μαθές δεν πέρασε που διάγειρε απ᾿ τα ξένα,
ἐκ τῶν ἀνθρώπων, ὅθεν οὐκ ἔλποιτό γε θυμῷ από λαούς που δε θα το 'λπιζε κανένας να διαγείρει
320 ἐλθέμεν, ὅν τινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ατός του πίσω, αν τον ξεστράτιζαν φουρτούνες σε πελάγη
ἐς πέλαγος μέγα τοῖον, ὅθεν τέ περ οὐδ᾿ οἰωνοὶ τόσο τρανά, που ουδέ πετούμενα να τα διαβούν ως πέρα
αὐτόετες οἰχνεῦσιν, ἐπεὶ μέγα τε δεινόν τε. μονοχρονίς αποδυνάζουνται᾿ τόσο τρανά είναι κι άγρια.
ἀλλ᾿ ἴθι νῦν σὺν νηί τε σῇ καὶ σοῖς ἑτάροισιν: Σύρε λοιπόν με το καράβι σου και τους δικούς σου ανθρώπους'
εἰ δ᾿ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι, μα αν πάλι θες στεριάς, δε μου 'λειψαν αλόγατα κι αμάξι,
325 δε μου 'λειψαν κι οι γιοί, στη στράτα σου να σου σταθούν
πὰρ δὲ τοι υἷες ἐμοί, οἵ τοι πομπῆες ἔσονται συντρόφοι
ἐς Λακεδαίμονα δῖαν, ὅθι ξανθὸς Μενέλαος. πέρα στη θεία τη Λακεδαίμονα, στου Μενελάου το σπίτι.
λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ἵνα νημερτὲς ἐνίσπῃ: Εκεί πια ατός σου παρακάλα τον να πεί την πάσα αλήθεια
ψεῦδος δ᾿ οὐκ ἐρέει: μάλα γὰρ πεπνυμένος ἐστίν.» του περισσεύει η γνώση, ψέματα δε θα σου πει καθόλου.»
ὣς ἔφατ᾿, ἠέλιος δ᾿ ἄρ᾿ ἔδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε.
Όσο μιλούσε, ο γήλιος βούτηξε και πέσανε τ᾿ απόσκια᾿
330 τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη: και τότε πήρε η γαλανόματη θεά Αθηνά το λόγο:
«ὦ γέρον, ἦ τοι ταῦτα κατὰ μοῖραν κατέλεξας: «Τούτα σωστά μας τα 'πες, γέροντα, το δίχως άλλο᾿ τώρα
ἀλλ᾿ ἄγε τάμνετε μὲν γλώσσας, κεράασθε δὲ οἶνον, κρασί να συγκεράστε, κόψετε κι απ᾿ τα σφαχτά τις γλώσσες,
ὄφρα Ποσειδάωνι καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισιν στον Ποσειδώνα για να κάνουμε και στους θεούς τους άλλους
σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα: τοῖο γὰρ ὥρη. σπονδές, πριν πάμε να πλαγιάσουμε᾿ καιρός να κοιμηθούμε'
335 ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ᾿ ὑπὸ ζόφον, οὐδὲ ἔοικεν: τι πια το φως στα σκότη εχάθηκε, και σε θεών τραπέζι
δηθὰ θεῶν ἐν δαιτὶ θαασσέμεν, ἀλλὰ νέεσθαι.» πολύ να μένουμε είναι αταίριαστο᾿ στα σπίτια μας να πάμε!»
ἦ ῥα Διὸς θυγάτηρ, οἱ δ᾿ ἔκλυον αὐδησάσης. Είπε η Αθηνά, κι αμέσως σύγκλιναν στο λόγο της εκείνοι'
τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, πήραν οι κράχτες και τους έχυναν νερό στα χέρια απάνω,
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, και τα κροντήρια τα παιδόπουλα πιοτό τα ξεχείλιζαν,
340 νώμησαν δ᾿ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσι: και σε όλα τα ποτήρια εμοίραζαν, απ᾿ τις σπονδές ν᾿ αρχίσουν,
γλώσσας δ᾿ ἐν πυρὶ βάλλον, ἀνιστάμενοι δ᾿ και στη φωτιά τις γλώσσες έριχναν κι ορθοί κρασί στάλαζαν.