Page 33 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 33
32
ὀψὲ δὲ δὴ μετὰ νῶι κίε ξανθὸς Μενέλαος, Αργά ο ξανθός Μενέλαος πίσω μας κινούσε, και στη Λέσβο
ἐν Λέσβῳ δ᾿ ἔκιχεν δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας, να μελετούμε μας επέτυχε το μακρινό ταξίδι:
170 ἢ καθύπερθε Χίοιο νεοίμεθα παιπαλοέσσης, πάνω απ᾿ της Χίος να ταξιδέψουμε το βραχονήσι τάχα,
νήσου ἔπι Ψυρίης, αὐτὴν ἐπ᾿ ἀριστέρ᾿ ἔχοντες, μετά και τα Ψαρά ν᾿ αφήσουμε ζερβιά μεριά, για μήπως
ἦ ὑπένερθε Χίοιο, παρ᾿ ἠνεμόεντα Μίμαντα. κάτω απ᾿ τη Χίο και πλάι στο Μίμαντα τον ανεμοδαρμένο;
ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τέρας: αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἡμῖν Απ᾿ το θεό καθώς ζητήσαμε σημάδι, εκείνος δίνει
δεῖξε, καὶ ἠνώγει πέλαγος μέσον εἰς Εὔβοιαν κι έλεε, γραμμή το πέλαο σκίζοντας κατά την Εύβοια πλώρη
175 τέμνειν, ὄφρα τάχιστα ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν. να βάλουμε, για να γλιτώσουμε τις συφορές που έρχονταν.
ὦρτο δ᾿ ἐπὶ λιγὺς οὖρος ἀήμεναι: αἱ δὲ μάλ᾿ ὦκα Κι όπως αγέρι πρίμο ασκώθηκε, με βιάση τ᾿ άρμενά μας
ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον, ἐς δὲ Γεραιστὸν τις ψαροθρόφες στράτες διάβαιναν, ως που τη νύχτα άραξαν
ἐννύχιαι κατάγοντο: Ποσειδάωνι δὲ ταύρων στη Γεραιστό, και τότε κάψαμε μεριά στον Ποσειδώνα
πόλλ᾿ ἐπὶ μῆρ᾿ ἔθεμεν, πέλαγος μέγα μετρήσαντες. ταυριών πολλά, που πια τα πέλαγο διαβήκαμε το μέγα.
180 τέτρατον ἦμαρ ἔην, ὅτ᾿ ἐν Ἄργεϊ νῆας ἐίσας Είχαν περάσει μέρες τέσσερεις, μπρος στο Άργος σαν άραξαν
Τυδεί̈δεω ἕταροι Διομήδεος ἱπποδάμοιο του αλογατά Διομήδη οι σύντροφοι τα ισόβαρα καράβια'
ἵστασαν: αὐτάρ ἐγώ γε Πύλονδ᾿ ἔχον, οὐδέ ποτ᾿ ἔσβη κι εγώ κατά την Πύλο αρμένιζα γραμμή, κι ουδέ κι ο πρίμος
οὖρος, ἐπεὶ δὴ πρῶτα θεὸς προέηκεν ἀῆναι. έπεφτε αγέρας, που, ως κινούσαμε, μας είχε ο θεός ασκώσει.
«ὣς ἦλθον, φίλε τέκνον, ἀπευθής, οὐδέ τι οἶδα Έτσι έφτασα, παιδί μου, ανήξερος᾿ για κείνους τους Αργίτες,
185 κείνων, οἵ τ᾿ ἐσάωθεν Ἀχαιῶν οἵ τ᾿ ἀπόλοντο. ποιοι τους γλίτωσαν, ποιοί τους χάθηκαν, καθόλου δεν κατέχω'
ὅσσα δ᾿ ἐνὶ μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισι μον᾿ ό,τι μέσα στο παλάτι μου καθούμενος μαθαίνω
πεύθομαι, ἣ θέμις ἐστί, δαήσεαι, κοὐδέ σε δεύσω. θα σου ιστορήσω, ως ειν᾿ πρεπούμενο, χωρίς να σου το κρύψω:
εὖ μὲν Μυρμιδόνας φάσ᾿ ἐλθέμεν ἐγχεσιμώρους, Οι Μυρμιδόνες, λένε, γύρισαν καλά οι κονταρομάχοι,
οὓς ἄγ᾿ Ἀχιλλῆος μεγαθύμου φαίδιμος υἱός, που ο τιμημένος γιος τους όριζε του αντρόψυχου Αχιλλέα'
190 καλά κι ο Φιλοχτήτης, ο άτρομος υγιός του Ποία, γυρνούσε'
εὖ δὲ Φιλοκτήτην, Ποιάντιον ἀγλαὸν υἱόν. κι ο Ιδομενέας μ᾿ όλους τους συντρόφους που 'χαν σωθεί απ᾿ τις
πάντας δ᾿ Ἰδομενεὺς Κρήτην εἰσήγαγ᾿ ἑταίρους, μάχες
οἳ φύγον ἐκ πολέμου, πόντος δέ οἱ οὔ τιν᾿ ἀπηύρα. στην Κρήτη εδιάγειρε κι η θάλασσα κανένα δεν του πήρε.
Ἀτρεί̈δην δὲ καὶ αὐτοὶ ἀκούετε, νόσφιν ἐόντες, Μα για το γιο του Ατρέα θ᾿ ακούσατε και σεις, κι ας ζείτε αλάργα,
ὥς τ᾿ ἦλθ᾿, ὥς τ᾿ Αἴγισθος ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον.
πως γύρισε και πως ο θάνατος ο ανήλεος απ᾿ το χέρι
195 ἀλλ᾿ ἦ τοι κεῖνος μὲν ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν: τον βρήκε του Αίγιστου᾿ μα πλέρωσε πολύ βαριά και τούτος!
ὡς ἀγαθὸν καὶ παῖδα καταφθιμένοιο λιπέσθαι Αλήθεια, είναι καλό πεθαίνοντας υγιό ν᾿ αφήνεις πίσω'
ἀνδρός, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐτίσατο πατροφονῆα, κι εκείνος το φονιά του κύρη του το δολερό γδικήθη
Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα. τώρα, τον Αίγιστο, που σκότωσε τον αντρειανό του κύρη.
καὶ σὺ φίλος, μάλα γάρ σ᾿ ὁρόω καλόν τε μέγαν τε, Και συ, καλέ, — θωρώ τη χάρη σου μαθές και την αντρεία σου —
200 ἄλκιμος ἔσσ᾿, ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐὺ εἴπῃ.» κάμε κουράγιο, που κι οι ερχόμενες γενιές να σε δοξάζουν.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν, «Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
καὶ λίην κεῖνος μὲν ἐτίσατο, καί οἱ Ἀχαιοὶ κείνος περίκαλα γδικιώθηκε, κι οι Αργίτες τ᾿ όνομά του
οἴσουσι κλέος εὐρὺ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι: θα διαλαλούν, που κι οι μελλούμενοι να τον θυμούνται άνθρωποι
205 αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν, Να 'ταν οι αθάνατοι να μ᾿ έζωναν με τόση αντρεία και μένα,
τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς, να πάρω γδικιωμό απ᾿ τους άνομους, αδιάντροπους μνηστήρες,
οἵ τέ μοι ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται. που δε με λογαριάζουν κι άδικες δουλειές ο νους τους βάζει!
ἀλλ᾿ οὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν θεοὶ ὄλβον, Τύχη οι θεοί για με δεν έκλωσαν παρόμοια — μήτε εμένα
πατρί τ᾿ ἐμῷ καὶ ἐμοί: νῦν δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης.» μήτε του κύρη μου, υποτάζουμαι λοιπόν, κι ας τυραννιέμαι.»
210 τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ: Κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας απηλογιά του δίνει: