Page 29 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 29

28





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -γ-



               -3-   Ἠέλιος δ᾿ ἀνόρουσε, λιπὼν περικαλλέα λίμνην,   Την όμορφη τη λίμνη αφήνοντας, στα ολόχαλκα τα ουράνια
                    οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ἵν᾿ ἀθανάτοισι φαείνοι   πρόβαλε ο γήλιος, στους αθάνατους το φως του να χαρίσει
                    καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν:   και στους θνητούς, στα πολυκάρπιστα της γης χωράφια απάνω'
                    οἱ δὲ Πύλον, Νηλῆος ἐυκτίμενον πτολίεθρον,   και τούτοι έφταναν στην καλόχτιστη την Πύλο, του Νηλέα
               5    Ἀ ἷξον: τοὶ δ᾿ ἐπὶ θινὶ θαλάσσης ἱερὰ ῥέζον,   το κάστρο᾿ εκεί στην ώρα επρόσφερναν θυσίες στον Κοσμοσείστη
                    ταύρους παμμέλανας, ἐνοσίχθονι κυανοχαίτῃ.   το γαλαζόχαιτο κατάμαυρους στο περιγιάλι ταύρους.
                    ἐννέα δ᾿ ἕδραι ἔσαν, πεντακόσιοι δ᾿ ἐν ἑκάστῃ   Σ᾿ εννιά σειρές κάθονταν όλοι τους — σειρά και πεντακόσιοι —
                    ἥατο καὶ προύχοντο ἑκάστοθι ἐννέα ταύρους.   κι ομπρός στην καθεμιά τους κοίτουνταν εννιά σφαγμένοι ταύροι.
                    εὖθ᾿ οἱ σπλάγχνα πάσαντο, θεῷ δ᾿ ἐπὶ μηρί᾿ ἔκαιον,   Κι απάνω που 'χαν φάει τα σπλάχνα τους και τα μεριά θα καίγαν
               10   οἱ δ᾿ ἰθὺς κατάγοντο ἰδ᾿ ἱστία νηὸς ἐίσης   στον Ποσειδώνα, εκείνοι ετράβηξαν γραμμή για το λιμάνι,
                    στεῖλαν ἀείραντες, τὴν δ᾿ ὥρμισαν, ἐκ δ᾿ ἔβαν αὐτοί:   και τα πανιά μαΐναραν του άρμενου, το άραξαν κι όξω βγήκαν
                    ἐκ δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖν᾿, ἦρχε δ᾿ Ἀθήνη.   κι ως βγήκε απ᾿ το άρμενο ο Τηλέμαχος, την Αθηνά ακλουθώντας,
                    τὸν προτέρη προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:   πρώτη η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, το λόγο επήρε κι είπε:
                    «Τηλέμαχ᾿, οὐ μέν σε χρὴ ἔτ᾿ αἰδοῦς, οὐδ᾿ ἠβαιόν:   «Τηλέμαχε, η ντροπή τον τόπο της δεν έχει εδώ καθόλου'

               15   τοὔνεκα γὰρ καὶ πόντον ἐπέπλως, ὄφρα πύθηαι   για τούτο και το πέλαο διάβηκες, τον κύρη σου να μάθεις
                    πατρός, ὅπου κύθε γαῖα καὶ ὅν τινα πότμον ἐπέσπεν.  ποιο χώμα εβρέθη και τον σκέπασε και ποια τον βρήκε μοίρα.
                    ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ἰθὺς κίε Νέστορος ἱπποδάμοιο:   Μον᾿ έλα, τράβα ομπρός στο Νέστορα γραμμή τον αλογάρη,
                    εἴδομεν ἥν τινα μῆτιν ἐνὶ στήθεσσι κέκευθε.   ποια τάχα η γνώμη του να μάθουμε, που μες στα στήθη κρύβει,
                    λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ὅπως νημερτέα εἴπῃ:   και μοναχός σου παρακαλά τον να πει την πάσα αλήθεια'

               20   ψεῦδος δ᾿ οὐκ ἐρέει: μάλα γὰρ πεπνυμένος ἐστί.»   του περισσεύει η γνώση, ψέματα δε θα σου πει καθόλου.»
                    τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
                    «Μέντορ, πῶς τ᾿ ἄρ᾿ ἴω; πῶς τ᾿ ἂρ προσπτύξομαι   «Μέντορα, πως να πάω; σιμώνοντας πως να μιλήσω πρώτος;
                    αὐτόν;                                 σε γνωστικές κουβέντες άμαθος, το ξέρεις, είμαι ακόμα,
                    οὐδέ τί πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν:   και να ρωτάει ντροπή 'ναι ο νιούτσικος το γεροντότερο του.»
                    αἰδὼς δ᾿ αὖ νέον ἄνδρα γεραίτερον ἐξερέεσθαι.»

               25   τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, γυρνώντας του αποκρίθη:
                    «Τηλέμαχ᾿, ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις,   «Άλλα μονάχος σου, Τηλέμαχε, θα στοχαστείς, και γι᾿ άλλα
                    ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται: οὐ γὰρ ὀίω   κάποιος θεός θα δώσει φώτιση στο νου σου᾿ δε γεννήθης
                    οὔ σε θεῶν ἀέκητι γενέσθαι τε τραφέμεν τε.»   λέω κι ουδέ τράνεψες, οι αθάνατοι χωρίς να το θελήσουν!»
                    ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη   Έτσι η Αθηνά η Παλλάδα μίλησε, και μπήκε ομπρός στο δρόμο

               30   καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.   γοργά, και πίσω αυτός στ᾿ αχνάρια της ερχόταν, ως που φτάσαν
                    ἷξον δ᾿ ἐς Πυλίων ἀνδρῶν ἄγυρίν τε καὶ ἕδρας,   κει που οι Πυλιώτες είχαν σύναξη και θρόνιαζαν καθόταν
                    ἔνθ᾿ ἄρα Νέστωρ ἧστο σὺν υἱάσιν, ἀμφὶ δ᾿ ἑταῖροι   με τους υγιούς του εκεί κι ο Νέστορας, κι ολόγυρα οι συντρόφοι
                    δαῖτ᾿ ἐντυνόμενοι κρέα τ᾿ ὤπτων ἄλλα τ᾿ ἔπειρον.   ψηναν τα κρέατα, κι άλλα σούβλιζαν και σύνταζαν το γιόμα.
                    οἱ δ᾿ ὡς οὖν ξείνους ἴδον, ἁθρόοι ἦλθον ἅπαντες,    Βλέποντας ξένους τρέξαν όλοι τους και τους καλωσόριζαν,

               35   ἡχερσίν τ᾿ ἠσπάζοντο καὶ ἑδριάασθαι ἄνωγον.   και τους χαλνούσαν, στο τραπέζι τους κι εκείνοι να καθίσουν.
                    πρῶτος Νεστορίδης Πεισίστρατος ἐγγύθεν ἐλθὼν   Ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, ήταν ο πρώτος που 'ρθε
                    ἀμφοτέρων ἕλε χεῖρα καὶ ἵδρυσεν παρὰ δαιτὶ   κοντά τους κι έσφιξε το χέρι τους, και δίπλα στο τραπέζι
                    κώεσιν ἐν μαλακοῖσιν ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσιν   σε πευκιά μαλακά τους κάθισε, στον αδερφό του δίπλα
                    πάρ τε κασιγνήτῳ Θρασυμήδεϊ καὶ πατέρι ᾧ:   το Θρασυμήδη, και στον κύρη του, στου ακρόγιαλου τον άμμο'
   24   25   26   27   28   29   30   31   32   33   34