Page 17 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 17
16
ἥ οἱ ἅμ᾿ αἰθομένας δαί̈δας φέρε, καί ἑ μάλιστα Και τώρα αυτή δαδιά στα χέρια της κρατούσε, τι ως τον είχε
435 δμῳάων φιλέεσκε, καὶ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα. μικραναστήσει, απ᾿ όλες πιότερο τις δούλες τον αγάπα.
ὤιξεν δὲ θύρας θαλάμου πύκα ποιητοῖο, Κι άνοιξε αυτός της στεριάς κάμαρας τη θύρα, και στην κλίνη
ἕζετο δ᾿ ἐν λέκτρῳ, μαλακὸν δ᾿ ἔκδυνε χιτῶνα: πήγε και κάθισε, κι ως γδύθηκε, το μαλακό χιτώνα
καὶ τὸν μὲν γραίης πυκιμηδέος ἔμβαλε χερσίν. στης μυαλωμένης της γερόντισσας τον έβαλε τα χέρια.
ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, Κι αυτή τον δίπλωσε, τον ίσιωσε καλά και στο παλούκι
440 πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα παρὰ τρητοῖσι λέχεσσι πάνω απ᾿ την κλίνη του τον κρέμασε την καλοτρυπημένη.
βῆ ῥ᾿ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο, θύρην δ᾿ ἐπέρυσσε κορώνῃ Έπειτα βγήκε από την κάμαρα και τράβηξε την πόρτα
ἀργυρέῃ, ἐπὶ δὲ κληῖδ᾿ ἐτάνυσσεν ἱμάντι. με το αργυρό κρικέλι κι έσυρε με το λουρί το σύρτη.
ἔνθ᾿ ὅ γε παννύχιος, κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ, Κι εκείνος κάτω από το σκέπασμα το φλοκωτό οληνύχτα
βούλευε φρεσὶν ᾗσιν ὁδὸν τὴν πέφραδ᾿ Ἀθήνη. το δρόμο που η θεά του αρμήνεψε στα φρένα εμελετούσε.