Page 16 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 16

15




               390  καὶ κεν τοῦτ᾿ ἐθέλοιμι Διός γε διδόντος ἀρέσθαι.   Ο Δίας αν το 'δινε, θα μου άρεσε να γίνω βασιλιάς σας!
                    ἦ φῂς τοῦτο κάκιστον ἐν ἀνθρώποισι τετύχθαι;   Θαρρείς πως είναι το χειρότερο που βρίσκεται στον κόσμο;
                    οὐ μὲν γάρ τι κακὸν βασιλευέμεν: αἶψά τέ οἱ δῶ   Να ρηγαδεύεις δε μου φαίνεται κακό᾿ γοργά γεμίζει
                    ἀφνειὸν πέλεται καὶ τιμηέστερος αὐτός.   το σπίτι από καλά και γίνεσαι και συ πιο τιμημένος.
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι βασιλῆες Ἀχαιῶν εἰσὶ καὶ ἄλλοι   Ωστόσο εδώ στη θαλασσόζωστην Ιθάκη μέσα κι άλλοι

               395                                         βασιλαρχόντοι Αργίτες βρίσκουνται πολλοί, και νιοί και γέροι"
                    πολλοὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, νέοι ἠδὲ παλαιοί,
                                                           μια κι ο Οδυσσέας εχάθη, κάποιος τους το βασιλίκι ας πάρει.
                    τῶν κέν τις τόδ᾿ ἔχῃσιν, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς:
                    αὐτὰρ ἐγὼν οἴκοιο ἄναξ ἔσομ᾿ ἡμετέροιο   Όμως στο σπίτι και στους σκλάβους μας, που κούρσεψε ο
                                                           Οδυσσέας
                    καὶ δμώων, οὕς μοι ληίσσατο δῖος Ὀδυσσεύς.»   ο αρχοντικός για μένα, κύβερνος εγώ θα μείνω μόνο!»
                    τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύμαχος Πολύβου πάϊς ἀντίον ηὔδα:
                                                           Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, του απηλογήθη κι εϊπε:

               400  «Τηλέμαχ᾿, ἦ τοι ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται,   «Τούτα θεών βουλή, Τηλέμαχε, τα κυβερνά, ποιος θα 'ναι
                    ὅς τις ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλεύσει Ἀχαιῶν:   ο Αργίτης που στη θαλασσόζωστη θα ρηγαδέψέι Ιθάκη.
                    κτήματα δ᾿ αὐτὸς ἔχοις καὶ δώμασιν οἷσιν ἀνάσσοις.   Μα εσύ το σπίτι σου κυβέρνα το, και κράτα και το βιος σου᾿
                    μὴ γὰρ ὅ γ᾿ ἔλθοι ἀνὴρ ὅς τίς σ᾿ ἀέκοντα βίηφιν   όσον καιρόν η Ιθάκη ακούγεται στον κόσμο πως υπάρχει,
                    κτήματ᾿ ἀπορραίσει, Ἰθάκης ἔτι ναιετοώσης.   να μη βρεθεί κανείς τα πλούτη σου ν᾿ αρπάξει αθέλητα σου.

               405  ἀλλ᾿ ἐθέλω σε, φέριστε, περὶ ξείνοιο ἐρέσθαι,   Μα για τον ξένο σου, αρχοντόγεννε, να σε ρωτήσω θέλω:
                    ὁππόθεν οὗτος ἀνήρ, ποίης δ᾿ ἐξ εὔχεται εἶναι   ποιος είναι; πούθε; από ποια πέτεται πως ήρθε χώρα τάχα;
                    γαίης, ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα.   Η γης η πατρική κι η φύτρα του που βρίσκουνται στον κόσμο;
                    ἠέ τιν᾿ ἀγγελίην πατρὸς φέρει ἐρχομένοιο,   Τάχα μη σου 'φερε το μήνυμα πως έρχεται ο γονιός σου,
                    ἦ ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος τόδ᾿ ἱκάνει;   για και στα μέρη αυτά τον έσπρωξε δικιά του ανάγκη μόνο;

               410  οἷον ἀναί̈ξας ἄφαρ οἴχεται, οὐδ᾿ ὑπέμεινε   Πως ξαφνικά πετάχτη κι έφυγε, χωρίς να περιμένει
                    γνώμεναι: οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει.»   να γνωριστούμε! Και δεν έμοιαζε στην όψη τιποτένιος!»
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «Εὐρύμαχ᾿, ἦ τοι νόστος ἀπώλετο πατρὸς ἐμοῖο:   «Ξέρε το, Ευρύμαχε, ο πατέρας μου ξοπίσω δε γυρίζει!
                    οὔτ᾿ οὖν ἀγγελίῃ ἔτι πείθομαι, εἴ ποθεν ἔλθοι,   Κι αν έρθει κάπουθε ένα μήνυμα, πια εγώ δεν το πιστεύω'
               415  οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι, ἥν τινα μήτηρ   κι ούτε με νιάζουν τα μαντέματα, σα θα φωνάξει κάποιον
                    ἐς μέγαρον καλέσασα θεοπρόπον ἐξερέηται.   στο σπίτι μαντολόγο η μάνα μου, τι απόγινε να μάθει.
                    ξεῖνος δ᾿ οὗτος ἐμὸς πατρώιος ἐκ Τάφου ἐστίν,   Μα τούτον φίλο από τον κύρη μου τον έχω, από την Τάφο"
                    Μέντης δ᾿ Ἀγχιάλοιο δαί̈φρονος εὔχεται εἶναι   Μέντη τον λεν, του Αγχίαλου πέτεται του αδείλιαστου πως είναι
                    υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσει.»   υγιός, και μες στους καραβόχαρους Ταφιώτες ρηγαδεύει.»
               420  ὣς φάτο Τηλέμαχος, φρεσὶ δ᾿ ἀθανάτην θεὸν ἔγνω.   Είπε, μα εντός του την αθάνατη θεά είχε νιώσει που 'ρθε.
                    οἱ δ᾿ εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν   Κι εκείνοι στο χορό το γύρισαν και στο γλυκό τραγούδι,
                    τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ᾿ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν.   και περίμεναν ξεφαντώνοντας το βράδυ, πότε θα 'ρθει.
                    τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε:   Και σύντας πια το βράδυ σύσκοτο στους χαροκόπους ήρθε,
                    δὴ τότε κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος.   για το δικό του σπίτι κίνησε καθένας να πλαγιάσει.

               425  Τηλέμαχος δ᾿, ὅθι οἱ θάλαμος περικαλλέος αὐλῆς   Είχε ο Τηλέμαχος μια κάμαρα ψηλή, για να κοιμάται,
                    ὑψηλὸς δέδμητο περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ,    μες στην αυλή τους την τρισκάλλινη, σε ξέφαντο χτισμένη'
                    ἔνθ᾿ ἔβη εἰς εὐνὴν πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων.   κει πέρα τράβηξε, στα φρένα του πολλά στριφογυρνώντας.
                    τῷ δ᾿ ἄρ᾿ ἅμ᾿ αἰθομένας δαί̈δας φέρε κεδνὰ ἰδυῖα   Κι η Ευρύκλεια, που 'χε τον Πεισήνορα παπού, τον Ώπα κύρη,
                    Εὐρύκλει᾿, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο,   έγνοια γεμάτη τον ακλούθηξε με τα δαδιά στα χέρια'

               430  τήν ποτε Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν   αγοραστή ο Λαέρτης κάποτε την είχε, από το βιος του
                    πρωθήβην ἔτ᾿ ἐοῦσαν, ἐεικοσάβοια δ᾿ ἔδωκεν,   είκοσι βόδια ακέρια δίνοντας, μικρή κοπέλα ως ήταν,
                    ἶσα δέ μιν κεδνῇ ἀλόχῳ τίεν ἐν μεγάροισιν,   και την τιμούσε όσο το ταίρι του το γνωστικό στο σπίτι,
                    εὐνῇ δ᾿ οὔ ποτ᾿ ἔμικτο, χόλον δ᾿ ἀλέεινε γυναικός:   μα δεν την πλάγιαζε, η γυναίκα του μην τύχει και θυμώσει.
   11   12   13   14   15   16   17   18   19   20   21