Page 15 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 15
14
345 τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«μῆτερ ἐμή, τί τ᾿ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν Τον τιμημένο τραγουδάρη μας για δεν αφήνεις, μάνα,
τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ᾿ ἀοιδοὶ να μας ευφραίνει με ό,τι του 'ρχεται στο νου; Οι τραγουδιστάδες
αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν τι φταιν; ο Δίας μονάχα, θα 'λεγα, μας φταίει, που στον καθέναν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ. απ᾿ τους θνητούς τους δουλευτάρηδες ό,τι του δόξει δίνει.
350 τούτῳ δ᾿ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν: Γιατί με τούτον να τα βάζουμε, των Δαναών αν ψάλλει
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ᾿ ἄνθρωποι, τη μαύρη μοίρα; Ο κόσμος πιότερο δοξάζει απ᾿ τα τραγούδια
ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται. εκείνο πάντα, που ως ακούγεται, καινούργιο δείχνει να 'ναι.
σοί δ᾿ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν: Υπομονέψου τώρα κι άκου το, κι ας σφίγγεται η καρδιά σου'
οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς οἶος ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ μόνο ο Οδυσσέας δεν είναι που 'χασε του γυρισμού τη μέρα
355 ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο. στην Τροία κει κάτω᾿ κι άλλοι εχάθηκαν, πολλοί κι αντριγιωμένοι.
ἀλλ᾿ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾿ αὐτῆς ἔργα κόμιζε, Μα εσύ στην κάμαρα σου πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα,
ἱστόν τ᾿ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε τον αργαλειό, τη ρόκα, πρόσταζε κι οι βάγιες να δουλεύουν
ἔργον ἐποίχεσθαι: μῦθος δ᾿ ἄνδρεσσι μελήσει τα πολλά λόγια δεν ταιριάζουνε παρά στους άντρες μόνο,
πᾶσι, μάλιστα δ᾿ ἐμοί: τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾿ ἐνὶ οἴκῳ.» κι απ᾿ όλους πιο σε μένα᾿ κύβερνος εγώ είμαι του σπιτιού μου!»
360 ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει: Εκείνη εσάστισε, και βάζοντας τα μυαλωμένα λόγια
παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ. του γιου της στην καρδιά ξεκίνησε στην κάμαρα της πίσω'
ἐς δ᾿ ὑπερῷ᾿ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ κι όπως ανέβη με τις βάγιες της στο ανώι, για να πλαγιάσει,
κλαῖεν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον τον Οδυσσέα θυμήθη κι έκλαιγε, τον άντρα της, ωσόπου
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη. της έχυσε η Αθηνά η γλαυκόματη γλυκό στα μάτια γύπνο.
365 μνηστῆρες δ᾿ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα, Κι ασκώσαν οι μνηστήρες τάραχο στον ισκιερό αντρωνίτη,
πάντες δ᾿ ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι. κι ευχόνταν δυνατά ο καθένας τους να κοιμηθεί μαζί της'
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἤρχετο μύθων: κι άνοιξε πρώτος ο Τηλέμαχος ο γνωστικός το λόγο:
«μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες, «Της μάνας μου μνηστήρες πέρφανοι, περίσσια αδικοπράχτες,
νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεθα, μηδὲ βοητὺς τώρα ας χαρούμε το τραπέζι μας, κι η χλαλοή να πάψει.
370 ἔστω, ἐπεὶ τόδε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ Αλήθεια, είναι όμορφο να κάθεσαι ν᾿ ακούς τον τραγουδάρη,
τοιοῦδ᾿ οἷος ὅδ᾿ ἐστί, θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν. φωνή ως θεού σαν έχει μάλιστα, καθώς ετούτος τώρα.
ἠῶθεν δ᾿ ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες Μα μόλις πάρουν τα χαράματα, στη σύναξη να πάμε
πάντες, ἵν᾿ ὕμιν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω, όλοι, ξεκάθαρα τη γνώμη μου να σας τη φανερώσω —
ἐξιέναι μεγάρων: ἄλλας δ᾿ ἀλεγύνετε δαῖτας, να πάρτε δρόμο απ᾿ το παλάτι μου! Γνοιαστείτε γι᾿ άλλες τάβλες,
375 ὑμὰ κτήματ᾿ ἔδοντες, ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους. και συναλλάζοντας τα σπίτια σας από το βιος σας τρώτε!
εἰ δ᾿ ὕμιν δοκέει τόδε λωίτερον καὶ ἄμεινον Ξον πιο συφερτικό αν το κρίνετε πως είναι και πιο δίκιο
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι, το βιος ν᾿ αφανιστεί αξεπλέρωτο μονάχα ενός ανθρώπου.
κείρετ': ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας, Χαλάτε το! Μα τους αθάνατους θεούς εγώ θα κράξω,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι: αν δώσει ο Δίας να πάρω εγδίκηση για τις δουλειές ετούτες,
380 νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.» να βρείτε μέσα εδώ το θάνατο χωρίς ξεπλερωμή μου.»
«ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Αυτά είπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευεν. απ᾿ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκεια.
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός: Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
«Τηλέμαχ᾿, ἦ μάλα δή σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ «Τηλέμαχε, οι θεοί θα σ᾿ έμαθαν το δίχως άλλο ατοί τους
385 ὑψαγόρην τ᾿ ἔμεναι καὶ θαρσαλέως ἀγορεύειν: να μας μιλάς με τόση ξέπαρση και με κουράγιο τόσο!
μὴ σέ γ᾿ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλῆα Κρονίων μονάχα ο Δίας στη θαλασσόζωστη να μη μας δώσει Ιθάκη,
ποιήσειεν, ὅ τοι γενεῇ πατρώιόν ἐστιν.» κι ας το 'χεις γονικό απ᾿ τον κύρη σου, να γίνεις βασιλιάς μας!»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Ἀντίνο᾿, ἦ καί μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω; «Αντίνοε, κάτι τώρα αν σου 'λεγα, θα τα 'βαζες μαζί μου;