Page 10 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 10

9




                    δουροδόκης ἔντοσθεν ἐυξόου, ἔνθα περ ἄλλα   κονταροθήκη, πλάι στην τρίψηλη κολόνα, εκεί που κι άλλα
                    ἔγχε᾿ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά,   κοντάρια πλήθος του τρανόψυχου στεκόνταν Οδυσσέα.

               130  αὐτὴν δ᾿ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας,   Ρίχνει λινό σεντόνι σε όμορφο θρονί πλουμάτο απάνω
                    καλὸν δαιδάλεον: ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.   και την καθίζει, κι είχε κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια'
                    πὰρ δ᾿ αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον, ἔκτοθεν ἄλλων   κι αυτός το σκαλιστό του εσίμωσε σκαμνί, από τους μνηστήρες
                    μνηστήρων, μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ   μακριά, στον τάραχο που ανάδιναν οι ξιπασμένοι εκείνοι
                    δείπνῳ ἁδήσειεν, ὑπερφιάλοισι μετελθών,   να μη βαρυγκομήσει ο ξένος του πα στο φαΐ, κι ακόμα

               135  ἠδ᾿ ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο.   να τον ρωτήσει για τον κύρη του που γύριζε στα ξένα.
                    χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα   Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
                    καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,   χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
                    νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.   για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστά τραπέζι.
                    σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,   Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλάει, και πλήθος

               140  εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων:   φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους.
                    δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας   Απλάδες κρέατα πήρε κι έφερε κι ο τραπεζάρης μπρος τους
                    παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα:   λογής λογής, και πλάι τους έβαλε μαλαματένιες κούπες'
                    κῆρυξ δ᾿ αὐτοῖσιν θάμ᾿ ἐπῴχετο οἰνοχοεύων.   και κάθε τόσο ο κράχτης σίμωνε, κρασί να τους κεράσει.
                    ἐς δ᾿ ἦλθον μνηστῆρες ἀγήνορες. οἱ μὲν ἔπειτα   Μαζί κι οι ξιπασμένοι μπήκανε μνηστήρες στο παλάτι

               145  ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,   και σε σκαμνιά και σε καθίσματα γραμμή εκαθίζαν όλοι.
                    τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν,   Κι οι κράχτες πήραν και τους Ιχυναν νερό στα χέρια απάνω,
                    σῖτον δὲ δμῳαὶ παρενήνεον ἐν κανέοισιν,   κι οι σκλάβες το ψωμί τους σώριαζαν μες σε πλεχτά πανέρια,
                    κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο.   και τα κροντήρια τα παιδόπουλα κρασί τα ξεχείλιζαν.
                    οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.   Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν

               150  αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο   και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
                    μνηστῆρες, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει,   στο νου τους οι μνηστήρες έβαλαν κάτι άλλο — το τραγούδι
                    μολπή τ᾿ ὀρχηστύς τε: τὰ γὰρ τ᾿ ἀναθήματα δαιτός:   και το χορό, κι αυτά πρεπίζουνε τις τάβλες των ανθρώπων.
                    κῆρυξ δ᾿ ἐν χερσὶν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν   Κι ο κράχτης την πεντάμορφη έβαλε κιθάρα μες στα χέρια
                    Φημίῳ, ὅς ῥ᾿ ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.   του Φήμιου, στους μνηστήρες που 'ψαλλε συχνά, μα αθέλητα του.

               155  ἦ τοι ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν.   Κι ως την κιθάρα εκείνος παίζοντας γλυκό τραγούδι εκίνα,
                    αὐτὰρ Τηλέμαχος προσέφη γλαυκῶπιν Ἀθήνην,   γυρνάει στην Αθηνά ο Τηλέμαχος και λέει, τη γλαυκομάτα,
                    ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾿ οἱ ἄλλοι:   κοντά κρατώντας το κεφάλι του, να μην ακούσουν οι άλλοι:
                    «ξεῖνε φίλ᾿, ἦ καὶ μοι νεμεσήσεαι ὅττι κεν εἴπω;   «Ξένε καλέ μου, κάτι αν σου 'λεγα, θα τα 'βαζες μαζί μου;
                    τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή,   Τούτοι γι᾿ αυτά μονάχα νοιάζουνται, κιθάρα και τραγούδι'

               160  ῥεῖ᾿, ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν,   και τι τους μέλει, που αλογάριαστα το ξένο βιος ρημάζουν! —
                    ἀνέρος, οὗ δή που λεύκ᾿ ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ   κάποιου, που τ᾿ άσπρα του τα κόκαλα στη γης σαπίζουν κάπου
                    κείμεν᾿ ἐπ᾿ ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει.   απ᾿ τις βροχές, για και στο πέλαγο τα κυλιντράει το κύμα.
                    εἰ κεῖνόν γ᾿ Ἰθάκηνδε ἰδοίατο νοστήσαντα,   Μα αν στην Ιθάκη τον αντίκριζαν μια μέρα γυρισμένο,
                    πάντες κ᾿ ἀρησαίατ᾿ ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι   θα ευκιόνταν όλοι τους πιο γρήγοροι να γίνουν στα ποδάρια

               165  ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε.   παρά σε ρούχα και σε μάλαμα πιο πλούσιοι να βρεθούνε.
                    νῦν δ᾿ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε κακὸν μόρον, οὐδέ τις ἡμῖν   Μα τώρα αυτός κακοθανάτισε! Και ποια η παρηγοριά μας
                    θαλπωρή, εἴ πέρ τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων   θαρρείς, σαν έρχεται ένας άνθρωπος απ᾿ όσους ζουν στον κόσμο
                    φῇσιν ἐλεύσεσθαι: τοῦ δ᾿ ὤλετο νόστιμον ἦμαρ.   και λέει πως θα διαγείρει; Χάθηκε του γυρισμού του η μέρα!
                    ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον:   Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση, την πάσα αλήθεια πες μου:

               170  τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;   Ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου
                    ὁπποίης τ᾿ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο: πῶς δέ σε ναῦται   εσένα;
   5   6   7   8   9   10   11   12   13   14   15