Page 9 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 9
8
Ἑρμείαν μὲν ἔπειτα διάκτορον ἀργεϊφόντην εγώ να πούμε τότε θα 'λεγα του Ερμή του ψυχολάτη,
85 νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν, ὄφρα τάχιστα του αργοφονιά, μιαν ώρα αρχύτερα στην Ωγυγία να δράμει,
νύμφῃ ἐυπλοκάμῳ εἴπῃ νημερτέα βουλήν, τον ορισμό μας τον ασάλευτο της ομορφομαλλούσας
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται: να πει ξωθιάς, ο καρτερόψυχος να στρέψει πια Οδυσσέας.
αὐτὰρ ἐγὼν Ἰθάκηνδ᾿ ἐσελεύσομαι, ὄφρα οἱ υἱὸν Κι εγώ για την Ιθάκη γρήγορα κινώ, να ξεσηκώσω
μᾶλλον ἐποτρύνω καί οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω, το γιο του πιότερο, στα φρένα του κουράγιο να φυσήξω,
90 εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να καλέσει,
πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, οἵ τέ οἱ αἰεὶ και στους μνηστήρες πια ξεκάθαρα να πει να μην του σφάζουν
μῆλ᾿ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς. τα πλήθια αρνιά και τα στριφτόκερα, στριφτόζαλά του βόδια.
πέμψω δ᾿ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα Στη Σπάρτη και στην Πύλο λόγιασα μετά την αμμουδάτη
νόστον πευσόμενον πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσῃ, να τόνε στείλω, για του κύρη του το γυρισμό να μάθει,
95 ἠδ᾿ ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν.» μαζί για ν᾿ ακουστεί περίλαμπρο στον κόσμο τ᾿ όνομά του.»
ὣς εἰποῦσ᾿ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, Είπε, και γρήγορα στα πόδια της χρυσά περνάει σαντάλια,
ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ᾿ ὑγρὴν πανώρια, αθάνατα, που ανάλαφρα, με τις πνοές του ανέμου,
ἠδ᾿ ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο: τη φέρναν πάνω απ᾿ τις απέραντες στεριές και τα πελάγη.
εἵλετο δ᾿ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ, Κι αδράχνει το γερό κοντάρι της, το καλοακονισμένο,
100 βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν το δυνατό, βαρύ, θεόρατο κοντάρι, που σκοτώνει
ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη. όσους ηρώους του Τρανοδύναμου την κόρη έχουν θυμώσει'
βῆ δὲ κατ᾿ Οὐλύμποιο καρήνων ἀίξασα, και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω,
στῆ δ᾿ Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, και στην Ιθάκη ως ήρθε, στάθηκε μπρος στου Οδυσσέα το σπίτι,
οὐδοῦ ἐπ᾿ αὐλείου: παλάμῃ δ᾿ ἔχε χάλκεον ἔγχος, πα στο κατώφλι της αυλόπορτας, κρατώντας το κοντάρι,
105 εἰδομένη ξείνῳ, Ταφίων ἡγήτορι Μέντῃ. με ξένο, με το Μέντη μοιάζοντας των Ταφιωτών το ρήγα'
εὗρε δ᾿ ἄρα μνηστῆρας ἀγήνορας. οἱ μὲν ἔπειτα και βρήκε τότε εκεί τους πέρφανους μνηστήρες, που περνούσαν
πεσσοῖσι προπάροιθε θυράων θυμὸν ἔτερπον την ώρα τους πεντάλφα παίζοντας μπρος στου σπιτιού τις πόρτες,
ἥμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν, οὓς ἔκτανον αὐτοί: σε δέρματα βοδιών καθούμενοι, που τα 'χαν σφάξει ατοί τους
κήρυκες δ᾿ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες Κράχτες και πρόθυμα παιδόπουλα τους γνοιάζουνταν᾿ οι πρώτοι
110 οἱ μὲν οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ, συγκέρνααν το κρασί τους χύνοντας νερό μες στα κροντήρια,
οἱ δ᾿ αὖτε σπόγγοισι πολυτρήτοισι τραπέζας κι οι άλλοι παστρεύαν με χιλιότρυπα σφουγγάρια τα τραπέζια
νίζον καὶ πρότιθεν, τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῦντο. και τα 'στηναν μπροστά τους, άλλοι τους σωρό τα κρέατα κόβαν.
τὴν δὲ πολὺ πρῶτος ἴδε Τηλέμαχος θεοειδής, Πρώτος απ᾿ όλους ο θεόμορφος Τηλέμαχος την είδε'
ἧστο γὰρ ἐν μνηστῆρσι φίλον τετιημένος ἦτορ, τι μέσα στους μνηστήρες κάθουνταν με πικραμένα σπλάχνα
115 ὀσσόμενος πατέρ ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν, εἴ ποθεν ἐλθὼν και τον τρανό θυμόταν κύρη του — να πρόβελνε από κάπου
μνηστήρων τῶν μὲν σκέδασιν κατὰ δώματα θείη, και τους μνηστήρες διασκορπίζοντας από το σπίτι, πάλε
τιμὴν δ᾿ αὐτὸς ἔχοι καὶ δώμασιν οἷσιν ἀνάσσοι. να γίνει αφέντης στο παλάτι του και ρήγας τιμημένος!
τὰ φρονέων, μνηστῆρσι μεθήμενος, εἴσιδ᾿ Ἀθήνην. Τέτοια λογιώντας κει που κάθουνταν με τους μνηστήρες είδε
βῆ δ᾿ ἰθὺς προθύροιο, νεμεσσήθη δ᾿ ἐνὶ θυμῷ την Αθηνά, και στην αυλόπορτα τρέχει γραμμή, τι εντράπη
120 ξεῖνον δηθὰ θύρῃσιν ἐφεστάμεν: ἐγγύθι δὲ στὰς ξένος στη θύρα του να στέκεται πολληώρα᾿ κι ήρθε ομπρός της,
χεῖρ᾿ ἕλε δεξιτερὴν καὶ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος, το χέρι το δεξιό της έπιασε, της πήρε το κοντάρι
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: το χάλκινο και με άνεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«χαῖρε, ξεῖνε, παρ᾿ ἄμμι φιλήσεαι: αὐτὰρ ἔπειτα «Ξένε μου, γεια! Θα 'ρθείς στο σπίτι μας να σε φιλοκονέψω᾿
δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή.» χορταίνοντας, αν θες, μολόγα μας σαν ποια σε φέρνει ανάγκη.»
125 «ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ᾿, ἡ δ᾿ ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη. Είπε κι ομπρός έμπηκε᾿ πίσω του κινούσε κι η Παλλάδα᾿
οἱ δ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἔντοσθεν ἔσαν δόμου ὑψηλοῖο, κι ως μπαίνοντας οι δυο τους βρέθηκαν μες στο αψηλό παλάτι,
ἔγχος μέν ῥ᾿ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρὴν έστησε εκείνος το κοντάρι της στην καλοτορνεμένη