Page 8 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 8

7




                    ὣς ἔφαθ᾿ Ἑρμείας, ἀλλ᾿ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο   Έτσι μιλούσε ο Ερμής, μα του Αίγιστου δέν άλλαζε τη γνώμη,
                    πεῖθ᾿ ἀγαθὰ φρονέων: νῦν δ᾿ ἁθρόα πάντ᾿ ἀπέτισεν.»   κι ας ήταν για καλό του᾿ μαζωχτά τα πλέρωσε όλα τώρα.»
                    τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:

                45                                         «Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος,
                    «ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων,
                                                           για κείνον είναι ο πιο που ταίριαζε ξολοθρεμός αλήθεια'
                    καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ:
                                                           μακάρι να χάνονταν όλοι τους που τέτοιες πράξες κάνουν!
                    ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι:
                                                           Μα καίγεται η καρδιά μου, ως σκέφτουμαι τον αντρειανό
                    ἀλλά μοι ἀμφ᾿ Ὀδυσῆι δαί̈φρονι δαίεται ἦτορ,
                    δυσμόρῳ, ὃς δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχει   Οδυσσέα,
                                                           τον έρμο, χρόνια που παιδεύεται μακριά από τους δικούς του

                50  νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, ὅθι τ᾿ ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης.   σ᾿ ένα νησί, που 'ναι της θάλασσας το αφάλι, κυκλωμένο
                    νῆσος δενδρήεσσα, θεὰ δ᾿ ἐν δώματα ναίει,   από τα κύματα, πολύδεντρο᾿ θεά εκεί πάνω μένει,
                    Ἄτλαντος θυγάτηρ ὀλοόφρονος, ὅς τε θαλάσσης   του Άτλαντα η κόρη του κακόγνωμου, που τους βυθούς κατέχει
                    πάσης βένθεα οἶδεν, ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς   του κάθε πέλαου και μονάχος του σηκώνει τις κολόνες
                    μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν.   τις αψηλές, που δεν αφήνουνε γη κι ουρανός να σμίξουν.

                55  τοῦ θυγάτηρ δύστηνον ὀδυρόμενον κατερύκει,   Δικιά του η κόρη που τον άμοιρο κρατάει᾿ στα σύθρηνά του
                    αἰεὶ δὲ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισιν   να τον πλανέσει με τα λόγια της πασκίζει, την Ιθάκη
                    θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται: αὐτὰρ Ὀδυσσεύς,   για να του βγάλει από τη θύμηση᾿ κι εκείνος, λαχταρώντας
                    ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι   και μοναχά καπνό απ᾿ τον τόπο του να ιδεί ν᾿ ανηφορίζει,
                    ἧς γαίης, θανέειν ἱμείρεται. οὐδέ νυ σοί περ   ανέλπιδος ποθεί το θάνατο. Μα εσύ, του Ολύμπου ρήγα,

                60  ἐντρέπεται φίλον ἦτορ, Ὀλύμπιε. οὔ νύ τ᾿ Ὀδυσσεὺς   καρδιά πως έχεις έτσι ανέσπλαχνη; Τάχα ο Οδυσσέας ποτέ του
                    Ἀργείων παρὰ νηυσὶ χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων   στα πλοία τ᾿ αργίτικα δεν πρόσφερε θυσίες να σε τιμήσει
                    Τροίῃ ἐν εὐρείῃ; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο, Ζεῦ;»   μες στην πλατιά την Τροία; Τι θύμωσες λοιπόν μαζί του τόσο;»
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς:»  Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
                    «τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.   «Ποιος λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της δοντωσιας το φράχτη;

                65                                         Ν᾿ αποξεχάσω εγώ πως γίνεται τον Οδυσσέα το θείο;
                    πῶς ἂν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην,   Περνάει στο νου κάθε άλλον άνθρωπο, και πιο απ᾿ τους άλλους
                    ὃς περὶ μὲν νόον ἐστὶ βροτῶν, περὶ δ᾿ ἱρὰ θεοῖσιν   έχει
                    ἀθανάτοισιν ἔδωκε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν;   θυσίες προσφέρει στους αθάνατους, που ζουν στα ουράνια
                    ἀλλὰ Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰεὶ   πλάτη.
                    Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν,   Μα ο Ποσειδώνας ακατάπαυτα κρατάει τη μάνητα του,
                                                           απ᾿ αφορμή μαθές που τύφλωσε τον Κύκλωπα ο Οδυσσέας,
                70  ἀντίθεον Πολύφημον, ὅου κράτος ἐστὶ μέγιστον   το θεοδύναμο Πολύφημο, τον πιο αντρειωμένο σ᾿ όλους
                    πᾶσιν Κυκλώπεσσι: Θόωσα δέ μιν τέκε νύμφη,   μέσα τους Κύκλωπες 'τον γέννησεν η Θόωσα, μια νεράιδα,
                    Φόρκυνος θυγάτηρ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο μέδοντος,   στον Ποσειδώνα, ερωτοσμίγοντας μαζί του μες στα σπήλια,
                    ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι μιγεῖσα.   του Φόρκη η κόρη, που τη θάλασσα την άκαρπη αφεντεύει.
                    ἐκ τοῦ δὴ Ὀδυσῆα Ποσειδάων ἐνοσίχθων   Για τούτο ο Ποσειδώνας μάχεται τον Οδυσσέα᾿ δε θέλει

                75  οὔ τι κατακτείνει, πλάζει δ᾿ ἀπὸ πατρίδος αἴης.   το θάνατο του, μα απ᾿ τον τόπο του μακριά τόνε ξορίζει.
                    ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿, ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες   Μα ελατέ τώρα εμείς οι επίλοιποι να βουλευτούμε αντάμα
                    νόστον, ὅπως ἔλθῃσι: Ποσειδάων δὲ μεθήσει   πως θα διαγείρει στην πατρίδα του᾿ μια μέρα θα μερέψει
                    ὃν χόλον: οὐ μὲν γὰρ τι δυνήσεται ἀντία πάντων   κι ο Ποσειδώνας᾿ τι δε γίνεται μαζί μας να τα βάλει,
                    ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν ἐριδαινέμεν οἶος.»    μονάχος με όλους τους αθάνατους θεούς, αθέλητα μας.»

                80  τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
                    «ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων,   «Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος,
                    εἰ μὲν δὴ νῦν τοῦτο φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν,   αλήθεια, αν οι θεοί το θέλησαν οι τρισμακάριοι τώρα
                    νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε,   το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του ν᾿ αφήσουν να διαγείρει,
   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12   13