Page 7 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 7
6
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -α-
-1- Άνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος
πολλὰ διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο,
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν: και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων,
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω, κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
5 Ἀ ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων. για να σωθεί κι αυτός παλεύοντας και πίσω τους συντρόφους
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ: να φέρει᾿ κι όμως δεν τους γλίτωσε, κι ας το ποθούσε τόσο'
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο, τι από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι —
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο οι ανέμυαλοι, που τ᾿ ουρανόδρομου τα βόδια έφαγαν Ήλιου,
ἤσθιον: αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ. κι αυτός τη μέρα τους αρνήστηκε του γυρισμού. Για τούτα
10 τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν. και μας για λέγε, κάπου αρχίζοντας, κόρη θεϊκιά του Δία.
ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, Όσοι Αχαιοί είχαν απ᾿ το θάνατο τον άξαφνο γλιτώσει
οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν: βρίσκονταν σπίτια τους, του πελάγου καί της σφαγής σωσμένοι'
τὸν δ᾿ οἶον νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικὸς μονάχα αυτόν᾿ που τη γυναίκα του ποθούσε και τη γη του,
νύμφη πότνι᾿ ἔρυκε Καλυψὼ δῖα θεάων η Καλυψώ η θεά, η πανέμνοστη τον έκρυβε νεράιδα
15 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι. στις θολωτές σπηλιές της, θέλοντας να τον κρατήσει γι᾿ άντρα..
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, Όμως τα χρόνια πια σα γύρισαν κι ήρθε ο καιρός που του 'χαν
τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι κλώσει οι θεοί να ιδεί το σπίτι του φτασμένος στην Ιθάκη,
εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾿ ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων ουδέ κι εκεί μαθές του απόλειψαν οι αγώνες, κι ας βρισκόταν
καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι. θεοὶ δ᾿ ἐλέαιρον ἅπαντες μες στους δικούς του πια. Κι οι αθάνατοι τον συμπονούσαν όλοι,
20 νόσφι Ποσειδάωνος: ὁ δ᾿ ἀσπερχὲς μενέαινεν εξόν τον Ποσειδώνα, που άπαυτα του θεϊκού Οδυσσέα
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι. θυμό κρατούσε, στην πατρίδα του πριχού διαγείρει πίσω.
ἀλλ᾿ ὁ μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ᾿ ἐόντας, Μα τότε αυτός για τους απόμακρους Αιθίοπες είχε φύγει,
Αἰθίοπας τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν, για τους Αιθίοπες, που στην τέλειωση του κόσμου χώρια ζούνε,
οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος οἱ δ᾿ ἀνιόντος, μισοί στου Ήλιου τα βασιλέματα, μισοί στ᾿ ανάτελά του,
25 ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης. κι εκεί τρανές θυσίες του πρόσφερναν από κριγιούς και ταύρους᾿
ἔνθ᾿ ὅ γ᾿ ἐτέρπετο δαιτὶ παρήμενος: οἱ δὲ δὴ ἄλλοι κι αυτός καθούμενος ευφραίνουνταν. Οι αθάνατοι οι άλλοι ωστόσο
Ζηνὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ὀλυμπίου ἁθρόοι ἦσαν. στου ολύμπιου Δία το αρχοντοπάλατο βρίσκονταν μαζεμένοι.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε: Πρώτος μιλούσε των αθάνατων και των θνητών ο κύρης,
μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο, καθώς τον Αίγιστο τον άψεγο θυμήθη, που εσκοτώθη
30 τόν ῥ᾿ Ἀγαμεμνονίδης τηλεκλυτὸς ἔκταν᾿ Ὀρέστης: απ᾿ τον Ορέστη, του Αγαμέμνονα το γιο τον ξακουσμένο.
τοῦ ὅ γ᾿ ἐπιμνησθεὶς ἔπε᾿ ἀθανάτοισι μετηύδα: Αυτόν θυμήθη τότε κι έλεγε στους αθανάτους μέσα:
«ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται: «Πωπώ, με τους θεούς τα βάζουνε πάντα οι θνητοί, πως τάχα
ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ᾿ ἔμμεναι, οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ τις συφορές εμείς τους στέλνουμε᾿ μα κι οι αδικίες τους είναι
σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε᾿ ἔχουσιν, που πάνω απ᾿ το γραφτό σε βάσανα τους ρίχνουν κοίτα τώρα
35 ἡ ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεί̈δαο τον Αίγιστο, δικό του που έκανε του γιου του Ατρέα το ταίρι
γῆμ᾿ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ᾿ ἔκτανε νοστήσαντα, χωρίς γραφτό του να 'ναι, κι έσφαξε στο γυρισμό κι εκείνον,
εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς, τον ίδιο του χαμό κι ας ήξερε᾿ τι του 'χαμε μηνύσει
Ἑρμείαν πέμψαντες, ἐύσκοπον ἀργεϊφόντην, πιο πριν με τον Ερμή, τον ξάγρυπνον αργοφονιά, και κείνον
μήτ᾿ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν: να μη σκοτώσει και το ταίρι του να μη ζητάει να πάρει'
40 ὣ ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεί̈δαο, τι θα 'ρθει απ᾿ τον Ορέστη η εγδίκηση για τον υγιό του Ατρέα,
ὁππότ᾿ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης. μόλις αντρειέψει και στον τόπο του ποθήσει να διαγείρει.