Page 12 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 12
11
215 μήτηρ μέν τέ μέ φησι τοῦ ἔμμεναι, αὐτὰρ ἐγώ γε δικός του λέει πως είμαι η μάνα μου, μα εγώ που θες να ξέρω;
οὐκ οἶδ': οὐ γάρ πώ τις ἑὸν γόνον αὐτὸς ἀνέγνω. Ο άντρας ποιος είναι που μας έσπειρε κανένας δεν κατέχει.
ὡς δὴ ἐγώ γ᾿ ὄφελον μάκαρός νύ τευ ἔμμεναι υἱὸς Αχ, κάποιου ανθρώπου καλορίζικου να 'μουν υγιός, μακάρι,
ἀνέρος, ὃν κτεάτεσσιν ἑοῖς ἔπι γῆρας ἔτετμε. που τόνε βρίσκουν τα γεράματα μες στα πολλά αγαθά του!
νῦν δ᾿ ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων, Μα τώρα αυτός που, ως λεν, με γέννησε, μια και ζητάς να μάθεις,
220 τοῦ μ᾿ ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπεὶ σύ με τοῦτ᾿ ἐρεείνεις.» μέσα στον κόσμον όλο εστάθηκεν ο πιο συφοριασμένος.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη: Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«οὐ μέν τοι γενεήν γε θεοὶ νώνυμνον ὀπίσσω «Ανέγνωρο οι θεοί το γένος σου και στα που θα 'ρθουν χρόνια
θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια. δεν άφησαν, αφού σε γέννησεν η Πηνελόπη τέτοιον!
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον: Μον᾿ έλα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
225 τίς δαίς, τίς δὲ ὅμιλος ὅδ᾿ ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ; τι είναι το γλέντι αυτό κι η μάζωξη; γιατί το κάνεις; γάμος,
εἰλαπίνη ἠὲ γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ᾿ ἐστίν: γιορτή 'ναι; τι δε μοιάζει να 'χετε συντροφικό τραπέζι.
ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι Πολύ ξαδιάντροποι μου φαίνουνται, μεγάλη η ξιπασιά τους
δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ στο σπίτι εδώ να τραπεζώνουνται᾿ ποιος μυαλωμένος άντρας
αἴσχεα πόλλ᾿ ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.» που εδώ θα 'ρχόταν δε θα θύμωνε, ντροπές θωρώντας τέτοιες;»
230 τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«ξεῖν᾿, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, «Ξένε, για τούτα που με ρώτησες και θέλεις να τα μάθεις —
μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ᾿ ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων παλιά το σπίτι αυτό αψεγάδιαστο και πλούσιο πρέπει να 'ταν,
ἔμμεναι, ὄφρ᾿ ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν: ο άντρας εκείνος όσο βρίσκουνταν στο κάστρο εδώ᾿ μα τώρα
νῦν δ᾿ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοὶ κακὰ μητιόωντες, κακό οι θεοί στα φρένα ελόγιασαν κι αλλιώς τ᾿ αποφασίσαν᾿
235 κείνον τον έκαναν ανάφαντο πιο απ᾿ όλους τους ανθρώπους᾿
οἳ κεῖνον μὲν ἄιστον ἐποίησαν περὶ πάντων
αλήθεια, αν είχε βρει το θάνατο, δε θα λυπόμουν τόσο,
ἀνθρώπων, ἐπεὶ οὔ κε θανόντι περ ὧδ᾿ ἀκαχοίμην,
εἰ μετὰ οἷς ἑτάροισι δάμη Τρώων ἐνὶ δήμῳ, μα να 'χει ανάμεσα στους συντρόφους στων Τρωών τη χώρα
πέσει,
ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσεν. για, κι ως ετέλεψε τον πόλεμο, στα χέρια των δικών του.
τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,
Οι Αργίτες όλοι θα του σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,
240 ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ᾿ ὀπίσσω. κι ακόμα η δόξα του θ᾿ απόμενε κλερονομιά στα γιο του.
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο: Τώρα ποιος ξέρει πως τον άρπαξαν οι Ανεμικές κι εχάθη!
οἴχετ᾿ ἄιστος ἄπυστος, ἐμοὶ δ᾿ ὀδύνας τε γόους τε Επήγε ανάφαντος, ανάκουστος, και μένα αφήκε θρήνους
κάλλιπεν. οὐδέ τι κεῖνον ὀδυρόμενος στεναχίζω και στεναγμούς᾿ κι ουδέ που δέρνουμαι και μύρουμαι για κείνον
οἶον, ἐπεί νύ μοι ἄλλα θεοὶ κακὰ κήδε᾿ ἔτευξαν. μονάχα, τι οι θεοί σε βάσανα μ᾿ έχουνε ρίξει κι άλλα:
245 ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι, αυτοί που τα νησιά αφεντεύουνε κι οι πιο τρανοί 'ναι αρχόντοι
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ, στην πολυδασωμένη Ζάκυθο, στη Σάμη, στο Δουλίχι,
ἠδ᾿ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν, κι όσοι τρογύρα στην πετρόχαρην Ιθάκη ρηγαδεύουν,
τόσσοι μητέρ᾿ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον. όλοι ζητάνε τη μητέρα μου και καταλύουν το βιος μου.
ἡ δ᾿ οὔτ᾿ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν Κι αυτή το γάμο τον οχτρεύεται, μα μήτε τον αρνιέται,
250 ποιῆσαι δύναται: τοὶ δὲ φθινύθουσιν ἔδοντες μήτε να δώσει τέλος δύνεται᾿ το βιος μου εκείνοι ωστόσο
οἶκον ἐμόν: τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν.» μου τρων και μου αφανίζουν γρήγορα και με θα φαν τον ίδιο!»
τὸν δ᾿ ἐπαλαστήσασα προσηύδα Παλλὰς Ἀθήνη: Τότε η Αθηνά Παλλάδα ξέσπασε και τέτοια του αποκρίθη:
«ὢ πόποι, ἦ δὴ πολλὸν ἀποιχομένου Ὀδυσῆος «Ωχού, μεγάλη τον πατέρα σου το μισεμένο ανάγκη
δεύῃ, ὅ κε μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφείη. τον έχεις, χέρι στους αδιάντροπους μνηστήρες για να βάλει.
255 εἰ γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι Να 'ρχόταν τώρα λέει, να στέκουνταν στου παλατιού την πόρτα,
σταίη, ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε, με το σκουτάρι και το κράνος του, τα δυο του τα κοντάρια,
τοῖος ἐὼν οἷόν μιν ἐγὼ τὰ πρῶτ᾿ ἐνόησα τέτοιος, καθώς τον πρωτογνώρισα στο σπίτι το δικό μας
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ πίνοντά τε τερπόμενόν τε, κρασί να πίνει ξεφαντώνοντας, τη μέρα που γυρνούσε