Page 14 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 14

13




                    ἄλκιμος ἔσσ᾿, ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐὺ εἴπῃ.   κάμε καρδιά, που κι οι μελλούμενες γενιές να σε δοξάζουν.
                    αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ἤδη   Μα είναι καιρός εγώ στο γρήγορο καράβι να κατέβω
                    ἠδ᾿ ἑτάρους, οἵ πού με μάλ᾿ ἀσχαλόωσι μένοντες:   και στους συντρόφους, που ανυπόμονοι προσμένουν να γυρίσω.

               305  σοὶ δ᾿ αὐτῷ μελέτω, καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων.»   Εσύ θυμήσου την ορμήνια μου κι ατός σου γνοιάζου τούτα.»
                    τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
                    «ξεῖν᾿, ἦ τοι μὲν ταῦτα φίλα φρονέων ἀγορεύεις,   «Αλήθεια, ξένε, καλοπρόθετα τα λόγια σου, σαν κύρη
                    ὥς τε πατὴρ ᾧ παιδί, καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν.   το γιο του που αρμηνεύει᾿ πάντα μου θα τα κρατώ στα φρένα.
                    ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ἐπίμεινον, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,   Όμως ακόμα λίγο πρόσμενε, κι ας βιάζεσαι να φύγεις'

               310                                         και σύντας πια λουστείς και τρώγοντας φραθείς, το δρόμο
                    ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός τε φίλον κῆρ,   παίρνεις
                    δῶρον ἔχων ἐπὶ νῆα κίῃς, χαίρων ἐνὶ θυμῷ,   για το καράβι σου χαρούμενος, κρατώντας κάποιο δώρο
                    τιμῆεν, μάλα καλόν, ὅ τοι κειμήλιον ἔσται   πανέμορφο και πολυτίμητο, δικό μου θυμητάρι,
                    ἐξ ἐμεῦ, οἷα φίλοι ξεῖνοι ξείνοισι διδοῦσι.»   να το φυλάς, οι φίλοι ως δίνουνε στους φίλους απ᾿ άγάπη.»
                    τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:
                                                           Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
               315  «μή μ᾿ ἔτι νῦν κατέρυκε, λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο.   «Θέλω να φύγω, πια ετοιμάστηκα, το δρόμο μη μου κόβεις!
                    δῶρον δ᾿ ὅττι κέ μοι δοῦναι φίλον ἦτορ ἀνώγῃ,   Κι όποιο η καρδιά σου τώρα σ᾿ έσπρωξε να μου διαλέξεις δώρο,
                    αὖτις ἀνερχομένῳ δόμεναι οἶκόνδε φέρεσθαι,   σα θα διαγέρνω, χάρισε μου το᾿ να 'ναι όμορφο μονάχα,
                    καὶ μάλα καλὸν ἑλών: σοὶ δ᾿ ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς.»   στο σπίτι να το πάω κι αντίδωρο παράξιο να σου δώσω.»
                    ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη,   Είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, κι εχάθη από μπροστά του,

               320  ὄρνις δ᾿ ὣς ἀνόπαια διέπτατο: τῷ δ᾿ ἐνὶ θυμῷ   ψηλά σαν όρνιο φτερουγίζοντας, και στην ψυχή κουράγιο
                    θῆκε μένος καὶ θάρσος, ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρὸς   κι ορμή του φύσηξε, τη θύμηση του κύρη του ξυπνώντας
                    μᾶλλον ἔτ᾿ ἢ τὸ πάροιθεν. ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσι νοήσας   πιο δυνατή από πρώτα μέσα του᾿ κι εκείνος το νογήθη
                    θάμβησεν κατὰ θυμόν: ὀίσατο γὰρ θεὸν εἶναι.   κι απόμεινε χαμένος᾿ το 'νιωσε μαθές θεός πως ήταν.
                    αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς.    Κι ευτύς ο ισόθεος άντρας κίνησε να σμίξει τους μνηστήρες.

               325  τοῖσι δ᾿ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ   Κι ο τραγουδάρης ο περίλαμπρος στους άλλους τραγουδούσε,
                    ἥατ᾿ ἀκούοντες: ὁ δ᾿ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε   που εκάθουνταν κι άκουγαν άλαλοι, το γυρισμό απ᾿ την Τροία
                    λυγρόν, ὃν ἐκ Τροίης ἐπετείλατο Παλλὰς Ἀθήνη.   των Αχαιών, πως τους τον έκανε πολύ πικρό η Παλλάδα.
                    τοῦ δ᾿ ὑπερωιόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν   Κι η Πηνελόπη ξάφνου, η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
                    κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια:   στο ανώι καθώς βρισκόταν, άκουσε το αθάνατο τραγούδι'

               330  κλίμακα δ᾿ ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο,   μεμιάς την αψηλή κατέβηκε του παλατιού της σκάλα,
                    οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾿ ἕποντο.   όχι μονάχη᾿ δυο ξοπίσω της την ακλουθούσαν βάγιες.
                    ἡ δ᾿ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,   Και τους μνηστήρες ως αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
                    στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,   σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στεριάς στέγης, κι είχε
                    ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα:   κρυμμένα ολόγυρα τα μάγουλα με στραφτερή μαντίλα'

               335  ἀμφίπολος δ᾿ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.   κι οι μπιστεμένες βάγιες πήρανε δεξοζερβά της θέση᾿
                    δακρύσασα δ᾿ ἔπειτα προσηύδα θεῖον ἀοιδόν:   κι εκείνη δακρυσμένη εμίλησε στο θείο τον τραγουδάρη:
                    «Φήμιε, πολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας,   «Πολλά είναι, Φήμιε, τα πλανέματα που ξέρεις για τον κόσμο,
                    ἔργ᾿ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί:   αντραγαθιές θνητών κι αθάνατων, που γίνηκαν τραγούδι.
                    τῶν ἕν γέ σφιν ἄειδε παρήμενος, οἱ δὲ σιωπῇ   Ένα απ᾿ αυτά, όποιο θες, καθούμενος τραγουδά τους, κι εκείνοι

               340   οἶνον πινόντων: ταύτης δ᾿ ἀποπαύε᾿ ἀοιδῆς   να πίνουν το κρασί τους άλαλοι᾿ μα το τραγούδι ετούτο
                    λυγρῆς, ἥ τέ μοι αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ   το θλιβερό παράτα! Σκίζεται κάθε φορά η καρδιά μου,
                    τείρει, ἐπεί με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον.   τι εμένα έχει χτυπήσει αξέχαστος καημός πιο πάνω απ᾿ όλους'
                    τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω μεμνημένη αἰεί,   δεν τον ξεχνώ τον αντρειωμένο μου, που μου 'χει λείψει κι είναι
                    ἀνδρός, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾿ Ἑλλάδα καὶ μέσον   στο Άργός βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.»
                    Ἄργος.»
   9   10   11   12   13   14   15   16   17   18   19