Page 295 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 295
294
160 ἐξαπίνης προφανέντ᾿, οὐδ᾿ οἳ προγενέστεροι έτσι ακαρτέρευτα που πρόβαλε, μηδέ κι οι πιο μεγάλοι,
ἦσαν, μον᾿ τον χτυπούσαμε, τον βρίζαμε με λόγια αγκιδωμένα.
ἀλλ᾿ ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν. Κι εκείνος πρώτα υπομονεύουνταν μες στο δικό του σπίτι
αὐτὰρ ὁ τῆος ἐτόλμα ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσι να τον χτυπούμε, να τον βρίζουμε, και τα δεχόταν όλα'
βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος τετληότι θυμῷ: ως πια η βουλή του Δία τον στύλωσε του βροντοσκουταράτου,
ἀλλ᾿ ὅτε δή μιν ἔγειρε Διὸς νοός αἰγιόχοιο,
165 σὺν μὲν Τηλεμάχῳ περικαλλέα τεύχε᾿ ἀείρας και τ᾿ άρματα με τον Τηλέμαχο τα λιόκαλα σηκώνει,
ἐς θάλαμον κατέθηκε καὶ ἐκλήϊσεν ὀχῆας, στην πίσω να τα κλείσει κάμαρα, τραβώντας την αμπάρα.
αὐτὰρ ὁ ἣν ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγε Σπρώχνει απ᾿ την άλλη τη γυναίκα του με πονηριά, να δώσει
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον, το τόξο και τα σταχτοσίδερα πελέκια στους μνηστήρες,
ἡμῖν αἰνομόροισιν ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν. δοκίμι λέει για μας τους άμοιρους —κι αρχή του χαλασμού μας.
170 οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο Όμως η ανάκαρα μας έλειψε, κι απ᾿ το γερό δοξάρι
νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ᾿ ἐπιδευέες ἦμεν. την κόρδα να τανύσει απ᾿ όλους μας δε βρέθηκε κανένας.
ἀλλ᾿ ὅτε χεῖρας ἵκανεν Ὀδυσσῆος μέγα τόξον, Μα το τρανό δοξάρι ως έφτασε στα χέρια του Οδυσσέα,
ἔνθ᾿ ἡμεῖς μὲν πάντες ὁμοκλέομεν ἐπέεσσι τότε όλοι τις φωνές εβάλαμε, μην τύχει το δοξάρι
τόξον μὴ δόμεναι, μηδ᾿ εἰ μάλα πολλ᾿ ἀγορεύοι: και του το δώσουν, κι ας ξεσήκωνε τον κόσμο απ᾿ τις φωνές του.
175 Τηλέμαχος δέ μιν οἶος ἐποτρύνων ἐκέλευσεν. Μόνο ο Τηλέμαχος τον γκάρδιωνε και να το πάρει άφηκε.
αὐτὰρ ὁ δέξατο χειρὶ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, Στά χέρια ο αρχοντικός, πολύπαθος το δέχτηκε Οδυσσέας
ῥηϊδίως δ᾿ ἐτάνυσσε βιόν, διὰ δ᾿ ἧκε σιδήρου, και διάβη τα πελέκια, ακόπιαστα τανυώντας το δοξάρι'
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰών, ταχέας δ᾿ ἐκχεύατ᾿ κι ως στο κατώφλι εστάθη, ρίχνοντας άγριες ματιές τρογύρα
ὀϊστοὺς τις γρήγορες σαγίτες άδειασε. Το ρήγα Αντίνοο πρώτα
δεινὸν παπταίνων, βάλε δ᾿ Ἀντίνοον βασιλῆα.
180 αὐτὰρ ἔπειτ᾿ ἄλλοις ἐφίει βέλεα στονόεντα, χτυπάει, μετά, σημάδι βάνοντας τους άλλους, να σκορπίζει
ἄντα τιτυσκόμενος: τοὶ δ᾿ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον. ριξιές φαρμακωμένες άρχισε, κι αυτοί σωρός έπεφταν.
γνωτὸν δ᾿ ἦν ὅ ῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν: Όλοι το νιώσαν πως τους σύντρεχε κάποιος θεός᾿ τι επήραν,
αὐτίκα γὰρ κατὰ δώματ᾿ ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ με άγριαν ορμή χιμώντας πάνω μας, να σφάζουν ένα γύρο
κτεῖνον ἐπιστροφάδην, τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ᾿ μες στο παλάτι᾿ κι ως μας άνοιγαν, χτυπώντας, τα κεφάλια,
ἀεικὴς
185 κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ᾿ ἅπαν αἵματι βαρύς γρικιόταν βόγγος, κι άχνιζε το πάτωμα απ᾿ το γαίμα.
θῦεν. Να πως χαθήκαμε, Αγαμέμνονα! Μες στου Οδυσσέα το σπίτι
ὣς ἡμεῖς, Ἀγάμεμνον, ἀπωλόμεθ᾿, ὧν ἔτι καὶ νῦν και τώρα αποριγμένα, άκοιταχτα κοιτώνται τα κορμιά μας'
σώματ᾿ ἀκηδέα κεῖται ἐνὶ μεγάροις Ὀδυσῆος: στα σπίτια μας μαθές δεν το 'μαθαν ακόμα, απ᾿ τις πληγές μας
οὐ γάρ πω ἴσασι φίλοι κατὰ δώμαθ᾿ ἑκάστου, να 'ρθούν το λύθρο να ξεπλύνουνε και μοιρολόι να στήσουν
οἵ κ᾿ ἀπονίψαντες μέλανα βρότον ἐξ ὠτειλέων
190 κατθέμενοι γοάοιεν: ὃ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.» στο στρώμα μας᾿ τι άλλη δεν έλαχαν οι σκοτωμένοι χάρη.»
τὸν δ᾿ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρεί̈δαο: Κι απηλογήθη του Αγαμέμνονα τότε η ψυχή και του 'πε:
«ὄλβιε Λαέρταο πάϊ, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, «Τρισεύτυχε Οδυσσέα, πολύτεχνε γιε του Λαέρτη, αλήθεια
ἦ ἄρα σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν. γυναίκα πήρες αξετίμητη και με περίσσιες χάρες!
ὡς ἀγαθαὶ φρένες ἦσαν ἀμύμονι Πηνελοπείῃ, Πόσο άδολη η καρδιά της γνωστικιας του Ικάριου θυγατέρας,
195 κούρῃ Ἰκαρίου: ὡς εὖ μέμνητ᾿ Ὀδυσῆος, της Πηνελόπης! πως δεν ξέχασε τον Οδυσσέα ποτέ της,
ἀνδρὸς κουριδίου: τῷ οἱ κλέος οὔ ποτ᾿ ὀλεῖται τον άντρα της! Της καλοσύνης της η δόξα δε θα σβήσει'
ἧς ἀρετῆς, τεύξουσι δ᾿ ἐπιχθονίοισιν ἀοιδὴν πεντάμορφο τραγούδι οι αθάνατοι θα πλέξουν, να το λένε
ἀθάνατοι χαρίεσσαν ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ, πάνω στη γη οι θνητοί, τη φρόνιμη τιμώντας Πηνελόπη.
οὐχ ὡς Τυνδαρέου κούρη κακὰ μήσατο ἔργα, Της κόρης του Τυνδάρεου, που άνομα μελέτησε, δε μοιάζει,
200 κουρίδιον κτείνασα πόσιν, στυγερὴ δέ τ᾿ ἀοιδὴ αυτής που σκότωσε τον άντρα της, και θα της βγει τραγούδι