Page 299 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 299
298
325 ἡ μνηστῆρας κατέπεφνον ἐν ἡμετέροισι δόμοισι, πως τους μνηστήρες όλους σκότωσα στο αρχοντικό μας μέσα,
λώβην τινύμενος θυμαλγέα καὶ κακὰ ἔργα.» να γδικιωθώ τις κακοσύνες τους και τ᾿ άνομά τους έργα.
τὸν δ᾿ αὖ Λαέρτης ἀπαμείβετο φώνησέν τε: Τότε ο Λαέρτης του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«εἰ μὲν δὴ Ὀδυσεύς γε ἐμὸς πάϊς ἐνθάδ᾿ ἱκάνεις, «Αν ο Οδυσσέας ο γιος μου πέτεσαι πως είσαι, εδώ που φτάνεις,
σῆμά τί μοι νῦν εἰπὲ ἀριφραδές, ὄφρα πεποίθω.» σημάδι φανερό μολόγα μου, και τότες να πιστέψω.»
330 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Για κοίτα πρώτα το σημάδι μου στο πόδι εδώ, που ο κάπρος
«οὐλὴν μὲν πρῶτον τήνδε φράσαι ὀφθαλμοῖσι, στον Παρνασό μια μέρα μου άνοιξε με τ 'άσπρο του το δόντι.
τὴν ἐν Παρνησῷ μ᾿ ἔλασεν σῦς λευκῷ ὀδόντι Εσύ στα μέρη εκείνα μ᾿ έστελνες κι η σεβαστή μου η μάνα,
οἰχόμενον: σὺ δέ με προί̈εις καὶ πότνια μήτηρ να πάρω δώρα απ᾿ τον Αυτόλυκο, της μάνας μου τον κύρη'
ἐς πατέρ᾿ Αὐτόλυκον μητρὸς φίλον, ὄφρ᾿ ἂν
ἑλοίμην
335 δῶρα, τὰ δεῦρο μολών μοι ὑπέσχετο καὶ μου τα 'χε τάξει ατός του κάποτε, φτασμένος εδώ πέρα.
κατένευσεν. Κι ακόμα να σου πω τα δέντρα μου στο πάγκαλο μας χτήμα'
εἰ δ᾿ ἄγε τοι καὶ δένδρε᾿ ἐϋκτιμένην κατ᾿ ἀλωὴν ήμουν παιδί και μου τα χάρισες᾿ μια μέρα σε ακλουθούσα
εἴπω, ἅ μοί ποτ᾿ ἔδωκας, ἐγὼ δ᾿ ᾔτεόν σε ἕκαστα μέσα στον κήπο και σου γύρευα δικό μου κάθε δέντρο.
παιδνὸς ἐών, κατὰ κῆπον ἐπισπόμενος: διὰ δ᾿ Και συ ένα ένα τα λογάριαζες ποια θα γενούν δικά μου'
αὐτῶν
ἱκνεύμεσθα, σὺ δ᾿ ὠνόμασας καὶ ἔειπες ἕκαστα.
340 ὄγχνας μοι δῶκας τρισκαίδεκα καὶ δέκα μηλέας, απ᾿ τις μηλιές σου δέκα, δεκατρείς απ᾿ τις αχλαδιές σου
συκέας τεσσαράκοντ': ὄρχους δέ μοι ὧδ᾿ κι απ᾿ τις συκιές σαράντα μου 'δωκες, και μου 'ταζες κι αμπέλι
ὀνόμηνας πενήντα αράδες᾿ κι ούτε που 'πεφτε μαζί της κάθε αράδας
δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος ο τρύγος, τι είχες μες στο αμπέλι σου λογής λογής σταφύλι,
ἤην: ἔνθα δ᾿ ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν-- κάθε χρονιά που ο Δίας θα χάριζε καλή σοδιά ψηλάθε.»
ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν.»
345 ὣς φάτο, τοῦ δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον Αυτά είπε, κι εκείνου τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
ἦτορ, τ᾿ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα,
σήματ᾿ ἀναγνόντος τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ᾿ και στο λαιμό του γιου του ερίχτηκε, κι ως λίγωσε η ψυχή του,
Ὀδυσσεύς. ο θείος, πολύπαθος απάνω του τον έσφιγγε Οδυσσέας.
ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε: τὸν δὲ ποτὶ οἷ Μα ως πήρε ανάσα και στον τόπο της ήρθε η καρδιά του πάλε,
εἷλεν ἀποψύχοντα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἄμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς
ἀγέρθη,
350 ἐξαῦτις μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπε: ξαναδευτέρωσε τα λόγια του κι αυτά μιλώντας είπε:
«Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥα ἔτ᾿ ἔστε θεοὶ κατὰ μακρὸν «Αλήθεια, αν οι μνηστήρες πλέρωσαν για τ᾿ άνομά τους έργα,
Ὄλυμπον, πατέρα Δία, στον μέγαν Όλυμπο θα πει οι θεοι πως ζείτε!
εἰ ἐτεὸν μνηστῆρες ἀτάσθαλον ὕβριν ἔτισαν. Μα τώρα φοβέρα στα φρένα μου τρομάζω, μήπως όλοι
νῦν δ᾿ αἰνῶς δείδοικα κατὰ φρένα μὴ τάχα πάντες κινήσουν οι Θιακοί, στο χτήμα μας να 'ρθούν εδώ, και στείλουν
ἐνθάδ᾿ ἐπέλθωσιν Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ
355 πάντη ἐποτρύνωσι Κεφαλλήνων πολίεσσι.» ολούθε τα Κεφαλωνίτικα να ξεσηκώσουν κάστρα.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Κάνε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι στα φρένα σου για τούτα!
«θάρσει, μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων. Στην κατοικία μας τώρα ας στρέψουμε, που 'ναι στο χτήμα δίπλα'
ἀλλ᾿ ἴομεν προτὶ οἶκον, ὃς ὀρχάτου ἐγγύθι κεῖται: μπροστά έχω στείλει τον Τηλέμαχο με τον χοιροβοσκό μας
ἔνθα δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην
360 προὔπεμψ᾿, ὡς ἂν δεῖπνον ἐφοπλίσσωσι και τον βουκόλο, να συντάξουνε στα πεταχτά το γιόμα.»