Page 303 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 303

302




                    «τέκνον ἐμόν, τί με ταῦτα διείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς;   Δικιά σου αλήθεια τούτη η απόφαση δεν ήταν, ο Οδυσσέας
                    οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή,

               480  ὡς ἦ τοι κείνους Ὀδυσεὺς ἀποτίσεται ἐλθών;   να πάρει απ᾿ τους μνηστήρες φτάνοντας το γδικιωμό του πίσω;
                    ἔρξον ὅπως ἐθέλεις: ἐρέω τέ τοι ὡς ἐπέοικεν.   Κάμε όπως θέλει᾿ όμως άκουσε και μένα, τι ταιριάζει:
                    ἐπεὶ δὴ μνηστῆρας ἐτίσατο δῖος Ὀδυσσεύς,   Μια κι ο Οδυσσέας ο θείος εγδίκηση πια πήρε απ᾿ τους μνηστήρες,
                    ὅρκια πιστὰ ταμόντες ὁ μὲν βασιλευέτω αἰεί,   φιλίας ας κάνουν όρκους, ρήγας τους να μείνει εκείνος πάντα'
                    ἡμεῖς δ᾿ αὖ παίδων τε κασιγνήτων τε φόνοιο   και για τ᾿ αδέρφια που σκοτώθηκαν και για τους γιους να πούμε

               485  ἔκλησιν θέωμεν: τοὶ δ᾿ ἀλλήλους φιλεόντων   να πέσει λησμονιά, κι ως άλλοτε να βασιλέψει αγάπη,
                    ὡς τὸ πάρος, πλοῦτος δὲ καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω.»   κι όλοι και πλούτη πια να χαίρουνται κι ειρήνη αναμεσά τους.»
                    ὣς εἰπὼν ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην,   Αυτά είπε, κι η Αθηνά, που το 'θελε κι από τα πριν, πεταχτή
                    βῆ δὲ κατ᾿ Οὐλύμποιο καρήνων ἀί̈ξασα.   και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω.
                    οἱ δ᾿ ἐπεὶ οὖν σίτοιο μελίφρονος ἐξ ἔρον ἕντο,   Ωστόσο του γλυκού θαράπευαν φαγιού τον πόθο εκείνοι'

               490  τοῖς δ᾿ ἄρα μύθων ἦρχε πολύτλας δῖος   τελειώνοντας ο θείος, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                            «Κάποιος να βγει να ιδεί μην έρχουντοα κι εδώ κοντά βρίσκονται.»
                    «ἐξελθών τις ἴδοι μὴ δὴ σχεδὸν ὦσι κιόντες.»   Σάν είπε αυτά, ένας γιος σηκώθηκε του Δόλιου κι όξω βγήκε,
                    ὣς ἔφατ': ἐκ δ᾿ υἱὸς Δολίου κίεν, ὡς ἐκέλευεν:   μα ως στάθη στο κατώφλι τρέχοντας, τους είδε που σίμωναν,
                    στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰών, τοὺς δὲ σχεδὸν ἔσιδε   και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στον Οδυσσέα με βιάση:
                    πάντας:
                    αἶψα δ᾿ Ὀδυσσῆα ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:

               495  «οἵδε δὴ ἐγγὺς ἔασ': ἀλλ᾿ ὁπλιζώμεθα θᾶσσον.»    «Να τοι, σίμωσαν! Δίχως άργητα κι εμείς ν᾿ αρματωθούμε!»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ὤρνυντο καὶ ἐν τεύχεσσι δύοντο,   Είπε, κι εκείνοι ευτύς πετάχτηκαν και τ᾿ άρματα ζώστηκαν,
                    τέσσαρες ἀμφ᾿ Ὀδυσῆ᾿, ἓξ δ᾿ υἱεῖς οἱ Δολίοιο:   έξι του Δόλιου οι γιοι, και τέσσερεις στον Οδυσσέα τρογύρα.
                    ἐν δ᾿ ἄρα Λαέρτης Δολίος τ᾿ ἐς τεύχε᾿ ἔδυνον,   Ακόμα κι ο Λαέρτης έβλεπες με το Δολίο, κι ας είχαν
                    καὶ πολιοί περ ἐόντες, ἀναγκαῖοι πολεμισταί.   ψαρά μαλλιά, ν᾿ αρματοζώνουνται, στρατιώτες της ανάγκης.

               500  αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἕσσαντο περὶ χροὶ̈ νώροπα χαλκόν,  Κι αφού τα λιόφωτα χαλκάρματα ζώστηκαν στο κορμί τους,
                    ὤϊξάν ῥα θύρας, ἐκ δ᾿ ἤϊον, ἄρχε δ᾿ Ὀδυσσεύς.   τις πόρτες άνοιξαν, κι ως έβγαιναν, μπροστά ο Οδυσσέας τραβούσε.
                    τοῖσι δ᾿ ἐπ᾿ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη  Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη,
                    Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.   το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο.
                    τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:   Κι ως την αντίκρισε ο πολύπαθος, θείος Οδυσσέας, εχάρη,

               505  αἶψα δὲ Τηλέμαχον προσεφώνεεν ὃν φίλον υἱόν:   κι είπε με βιάση στον Τηλέμαχο, τον ακριβό το γιο του:
                    «Τηλέμαχ᾿, ἤδη μὲν τόδε γ᾿ εἴσεαι αὐτὸς ἐπελθών,  «Δουλειά δική σου πια, Τηλέμαχε, την ώρα που θα μπαίνεις
                    ἀνδρῶν μαρναμένων ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι,   εκεί που στήνουν οι άντρες πόλεμο κι οι πρώτοι ξεχωρίζουν,
                    μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος, οἳ τὸ πάρος   να μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου, τι από καιρούς η αντρεία
                    περ                                  μας
                    ἀλκῇ τ᾿ ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα πᾶσαν ἐπ᾿ αἶαν.»   έχει ακουστεί και το κουράγιο μας στην οικουμένη πάσα.»
               510  τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο μυαλωμένος ο Τηλέμαχος γυρνώντας του αποκρίθη:
                    «ὄψεαι, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα, πάτερ φίλε, τῷδ᾿ ἐπὶ   «Αν θέλεις, θα με δεις, πατέρα μου, με τόση ορμή που νιώθω,
                    θυμῷ                                 να μην ντροπιάζω εγώ στον πόλεμο την εδικολογιά σου!»
                    οὔ τι καταισχύνοντα τεὸν γένος, ὡς ἀγορεύεις.»   Αυτά είπε, κι ο Λαέρτης φώναξε μες στη χαρά του κι είπε:
                    ὣς φάτο, Λαέρτης δ᾿ ἐχάρη καὶ μῦθον ἔειπε:   «Τι μέρα αυτή για μένα, αθάνατοι! Χαρά μεγάλη ετούτη,
                    «τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε, θεοὶ φίλοι; ἦ μάλα χαίρω:

               515  υἱός θ᾿ υἱωνός τ᾿ ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσιν.»   γιος κι εγγονός να συνερίζουνται στην παλικαροσύνη!»
                    τὸν δὲ παρισταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Άθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμώνοντας τον είπε:
                    «ὦ Ἀρκεισιάδη, πάντων πολὺ φίλταθ᾿ ἑταίρων,   «Του Αρκείσιου γιε, που απ᾿ τους συντρόφους μου πιο αγάπη σου
                    εὐξάμενος κούρῃ γλαυκώπιδι καὶ Διὶ πατρί,   'χω πάντα,
   298   299   300   301   302   303   304