Page 302 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 302
301
ἀγχίμολον δέ σφ᾿ ἦλθε Μέδων καὶ θεῖος ἀοιδὸς
440 ἐκ μεγάρων Ὀδυσῆος, ἐπεί σφεας ὕπνος ἀνῆκεν, κι ο θείος τραγουδιστής, και στάθηκαν στη μέση απ᾿ τους Αργίτες,
ἔσταν δ᾿ ἐν μέσσοισι: τάφος δ᾿ ἕλεν ἄνδρα πριν λίγο ξυπνημένοι, κι όλοι τους σάστισαν που τους είδαν.
ἕκαστον. Το λόγο πήρε τότε ο Μέδοντας, που 'χε περίσσια γνώση:
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς: «Θιακοί, για ακουστέ μου! Δε θα 'βαζε μπροστά ποτέ ο Οδυσσέας
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι: οὐ γὰρ τέτοιες δουλειές, χωρίς οι αθάνατοι θεοί να το θελήσουν.
Ὀδυσσεὺς
ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν τάδ᾿ ἐμήσατο ἔργα:
445 αὐτὸς ἐγὼν εἶδον θεὸν ἄμβροτον, ὅς ῥ᾿ Ὀδυσῆϊ Κάποιο αναιώνιο ατός μου αντίκρισα θεό να στέκει δίπλα
ἐγγύθεν ἑστήκει καὶ Μέντορι πάντα ἐῴκει. στον Οδυσσέα, και με το Μέντορα στο κάθε τι να μοιάζει.
ἀθάνατος δὲ θεὸς τοτὲ μὲν προπάροιθ᾿ Ὀδυσῆος Μια πρόβελνε ο θεός ο αθάνατος μπροστά απ᾿ τον Οδυσσέα
φαίνετο θαρσύνων, τοτὲ δὲ μνηστῆρας ὀρίνων γκαρδιώνοντάς τον, μια ξεχύνουνταν στο αρχονταρίκι μέσα
θῦνε κατὰ μέγαρον: τοὶ δ᾿ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.» και τους μνηστήρες αναστάτωνε, κι αυτοί σωρός έπεφταν.»
450 ὣς φάτο, τοὺς δ᾿ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα.
ᾕρει. Πήρε ο Αλιθέρσης τότε ο γέροντας το λόγο, του Μαστόρου
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἁλιθέρσης ο γιος, ο μόνος που μελλούμενα και περασμένα εθώρα,
Μαστορίδης: ὁ γὰρ οἶος ὅρα πρόσσω καὶ κι έτσι τους μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσά τους είπε:
ὀπίσσω: «Θιακοί, το λόγο τώρα ακούστε μου κι ό,τι σας πω γρικάτε'
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
455 ὑμετέρῃ κακότητι, φίλοι, τάδε ἔργα γένοντο: από δικιά σας δειλία, φίλοι μου, γίνηκαν όλα τούτα,
οὐ γὰρ ἐμοὶ πείθεσθ᾿, οὐ Μέντορι ποιμένι λαῶν, που ουδέ σε μένα ουδέ στου Μέντορα του βασιλιά τα λόγια
ὑμετέρους παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων, βάζατε αφτί, να σταματήσετε τις αμυαλιές των γιων σας,
οἳ μέγα ἔργον ἔρεξαν ἀτασθαλίῃσι κακῇσι, που φοβερές δουλειές εσκάρωσαν με τις παρανομίες τους,
κτήματα κείροντες καὶ ἀτιμάζοντες ἄκοιτιν το βιος ρημάζοντας, ντροπιάζοντας το ταίρι ενού αντρειωμένου,
460 ἀνδρὸς ἀριστῆος: τὸν δ᾿ οὐκέτι φάντο νέεσθαι. πρώτου στον πόλεμο, τι ελόγιαζαν πως πίσω δέ γυρίζει.
καὶ νῦν ὧδε γένοιτο. πίθεσθέ μοι ὡς ἀγορεύω: Μην του ριχτούμε τώρα, ακουστέ μου, κι ό,τι σας λέω να γένει,
μὴ ἴομεν, μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ.» αλλιώς μην πάει κανείς γυρεύοντας κι άλλο κακό να πάθει.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρ᾿ ἀνήϊξαν μεγάλῳ ἀλαλητῷ Είπε, κι εκείνοι ξεπετάχτηκαν με αλαλητό μεγάλο,
ἡμίσεων πλείους: τοὶ δ᾿ ἀθρόοι αὐτόθι μίμνον: πιο πάνω απ᾿ τους μισούς, μα απόμειναν οι επίλοιποι εκεί πέρα,
465 οὐ γὰρ σφιν ἅδε μῦθος ἐνὶ φρεσίν, ἀλλ᾿ Εὐπείθει τι ο λόγος τούτος δεν τους άρεσε, μόνο του Ευπείθη άκουγαν.
πείθοντ': αἶψα δ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ τεύχεα ἐσσεύοντο. Τρέξαν λοιπόν με βιάση, τ᾿ άρματα να βάλουν του πολέμου'
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἕσσαντο περὶ χροὶ̈ νώροπα χαλκόν, κι ως το χαλκό ζώστηκαν, που άστραφτε τρογύρα στα κορμιά τους,
ἀθρόοι ἠγερέθοντο πρὸ ἄστεος εὐρυχόροιο. μπροστά απ᾿ το κάστρο το πλατύχωρο μαζί βρέθηκαν όλοι,
τοῖσιν δ᾿ Εὐπείθης ἡγήσατο νηπιέῃσι: κι ο Ευπείθης αρχηγός τους έμπαινε στην τόση ανεμυαλιά του
470 φῆ δ᾿ ὅ γε τίσεσθαι παιδὸς φόνον, οὐδ᾿ ἄρ᾿ του σκοτωμένου γιου του λόγιαζε να πάρει το αίμα πίσω,
ἔμελλεν μα να διαγείρει δεν του μέλλουνταν, τι εκεί τον βρήκε ο Χάρος.
ἂψ ἀπονοστήσειν, ἀλλ᾿ αὐτοῦ πότμον ἐφέψειν. Τότε η Αθηνά γυρνώντας μίλησε στο Δία, το γιό του Κρόνου:
αὐτὰρ Ἀθηναίη Ζῆνα Κρονίωνα προσηύδα: «Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας,, μες στους θεούς ο πρώτος,
«ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων, στο ρώτημα μου δώσε απόκριση᾿ τι κρύβει ο νους σου τάχα;
εἰπέ μοι εἰρομένῃ, τί νύ τοι νόος ἔνδοθι κεύθει;
475 ἢ προτέρω πόλεμόν τε κακὸν καὶ φύλοπιν αἰνὴν Ξανά κακό θ᾿ ανοίξεις πόλεμο και μανιασμένο απάλε,
τεύξεις, ἦ φιλότητα μετ᾿ ἀμφοτέροισι τίθησθα;» για αγάπη και φιλιά αποφάσισες να γένει αναμεσά τους;»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοφάχτης:
Ζεύς: «Γ᾿ αυτά ποιος λόγος που με ρώτησες, παιδί μου; τι γυρεύεις;