Page 298 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 298
297
εἰ γάρ μιν ζωόν γ᾿ ἐκίχεις Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ, Αν ζούσε εκείνος και τον έσμιγες στο κάστρο της Ιθάκης,
285 τῷ κέν σ᾿ εὖ δώροισιν ἀμειψάμενος ἀπέπεμψε δώρα κι αυτός πολλά θα σου 'δινε, και πριν σε προβοδώσει,
καὶ ξενίῃ ἀγαθῇ ἡ γὰρ θέμις, ὅς τις ὑπάρξῃ. θα καλοπέρναες᾿ έτσι γίνεται με αυτόν που πρωταρχίζει.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, Μον᾿ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου:
πόστον δὴ ἔτος ἐστίν, ὅτε ξείνισσας ἐκεῖνον Πόσα που λες τον φιλοκόνεψες έχουν περάσει χρόνια,
σὸν ξεῖνον δύστηνον, ἐμὸν παῖδ᾿, εἴ ποτ᾿ ἔην γε, τον έρμο ξένο σου, το τέκνο μου —ποτές μου αν είχα τέκνο! —
290 δύσμορον; ὅν που τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης το δύστυχο᾿ μακριά απ᾿ τον τόπο του κι απ᾿ τους δικούς του εχάθη
ἠέ που ἐν πόντῳ φάγον ἰχθύες, ἢ ἐπὶ χέρσου τροφή στα ψάρια λέω της θάλασσας, για στη στεριά σπαράχτη
θηρσὶ καὶ οἰωνοῖσιν ἕλωρ γένετ': οὐδέ ἑ μήτηρ από θεριά κι απ᾿ όρνια η σάρκα του᾿ κι ουδέ οι γονιοί του, η μάνα
κλαῦσε περιστείλασα πατήρ θ᾿, οἵ μιν τεκόμεσθα: κι εγώ ο πατέρας του, τον κλάψαμε νεκροστολίζοντάς τον.
οὐδ᾿ ἄλοχος πολύδωρος, ἐχέφρων Πηνελόπεια, Κι η μυαλωμένη, ακριβαγόραστη γυναίκα του, κι εκείνη τα μάτια,
295 κώκυσ᾿ ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν, ὡς ἐπεῴκει, ως ειν᾿ πρεπό, δεν έκλεισε του αντρός της, να τον κλάψει
ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα: τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ δεν μπόρεσε᾿ τι άλλη δεν έλαχαν οι πεθαμένοι χάρη.
θανόντων. Κι ακόμα τούτο εδώ μολόγα μου, καλά να το κατέχω:
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ: Ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και που οι γονιοι σου εσένα;
τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες; και που έχει αράξει το πλεούμενο που σ᾿ έχει εδώ φερμένο
ποῦ δὲ νηῦς ἕστηκε θοή, ἥ σ᾿ ἤγαγε δεῦρο
300 ἀντιθέους θ᾿ ἑτάρους; ἦ ἔμπορος εἰλήλουθας με τους ισόθεους τους συντρόφους σου; για κι είχες σε καράβι
νηὸς ἐπ᾿ ἀλλοτρίης, οἱ δ᾿ ἐκβήσαντες ἔβησαν;» ξένο ανεβεί, κι εκείνοι σ᾿ έβγαλαν εδώ και φύγαν πάλε;»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια'
«τοιγὰρ ἐγώ τοι πάντα μάλ᾿ ἀτρεκέως καταλέξω. τρανό έχω σπίτι στον Αλύβαντα κι είμαι από κει λογιέμαι
εἰμὶ μὲν ἐξ Ἀλύβαντος, ὅθι κλυτὰ δώματα ναίω,
305 υἱὸς Ἀφείδαντος Πολυπημονίδαο ἄνακτος: του Αφείδα γιος, του Πολυπήμονα του βασιλιά είμαι αγγόνι᾿
αὐτὰρ ἐμοί γ᾿ ὄνομ᾿ ἐστὶν Ἐπήριτος: ἀλλά με Επήριτο με λεν με ξέσυρε κάποιος θεός να φτάσω
δαίμων αθέλητα μου εδώ στα μέρη σας από τη Σικανία,
πλάγξ᾿ ἀπὸ Σικανίης δεῦρ᾿ ἐλθέμεν οὐκ ἐθέλοντα: κι έχω το πλοίο μακριά απ᾿ το κάστρο σας σ᾿ έρμο γιαλό αραγμένο.
νηῦς δέ μοι ἥδ᾿ ἕστηκεν ἐπ᾿ ἀγροῦ νόσφι πόληος. Ως τώρα πέντε χρόνια διάβηκαν, αφόντας ο Οδυσσέας
αὐτὰρ Ὀδυσσῆϊ τόδε δὴ πέμπτον ἔτος ἐστίν,
310 ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβη καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθε πάτρης, έφυγε εκείθε, πίσω αφήνοντας τη γη την πατρική μου,
δύσμορος: ἦ τέ οἱ ἐσθλοὶ ἔσαν ὄρνιθες ἰόντι, ο έρμος! Δεξιά και καλοσήμαδα στο μισεμό του ωστόσο
δεξιοί, οἷς χαίρων μὲν ἐγὼν ἀπέπεμπον ἐκεῖνον, πετούσαν τα πουλιά᾿ χαρούμενος κι εγώ τον προβοδούσα,
χαῖρε δὲ κεῖνος ἰών: θυμὸς δ᾿ ἔτι νῶϊν ἐώλπει κι εκείνος χαίρουνταν μισεύοντας, κι είχαμε ελπίδα, ως φίλοι
μίξεσθαι ξενίῃ ἠδ᾿ ἀγλαὰ δῶρα διδώσειν.» να σμίξουμε ξανά, ν᾿ αλλάξουμε πανώρια δώρα πάλε.»
315 ὣς φάτο, τὸν δ᾿ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα: Είπε, κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος,
ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει πα
χεύατο κὰκ κεφαλῆς πολιῆς, ἁδινὰ στεναχίζων. στο ψαρύ μεμιάς κεφάλι του με βόγγους και με θρήνους.
τοῦ δ᾿ ὠρίνετο θυμός, ἀνὰ ῥῖνας δέ οἱ ἤδη Μα κι η καρδιά του γιου σπαρτάρησε, τον κύρη του ως εθώρειε,
δριμὺ μένος προὔτυψε φίλον πατέρ᾿ εἰσορόωντι. και τα ρουθούνια του μερμίδιζαν αψιά, για να ξεσπάσει.
320 κύσσε δέ μιν περιφὺς ἐπιάλμενος, ἠδὲ προσηύδα: Χιμώντας τότε τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του 'πε:
«κεῖνος μέν τοι ὅδ᾿ αὐτὸς ἐγώ, πάτερ, ὃν σὺ «Ατός μου εγώ είμαι εκείνος, κύρη μου, που χρόνια αποζητούσες'
μεταλλᾷς, Στα είκοσι χρόνια απάνω εδιάγειρα στη γη την πατρική μου.
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν. Μα το πολύδακρό σου σύθρηνο και το δαρμό σταμάτα,
ἀλλ᾿ ἴσχεο κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος. για να σου πω —καιρός να χάνουμε πολύς δε μένει αλήθεια—
ἐκ γάρ τοι ἐρέω: μάλα δὲ χρὴ σπευδέμεν ἔμπης: