Page 296 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 296
295
ἔσσετ᾿ ἐπ᾿ ἀνθρώπους, χαλεπὴν δέ τε φῆμιν στο στόμα των θνητών κατάρατο᾿ κακό και στις γυναίκες
ὀπάσσει όνομα χάρισε, καλόπραγες κι ας είναι μερικές τους.»
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾿ εὐεργὸς ἔῃσιν.» Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, στον μαύρον Άδη κάτω ως βρίσκουνταν, στης γης βαθιά τα σκότη.
ἑσταότ᾿ εἰν Ἀί̈δαο δόμοις, ὑπὸ κεύθεσι γαίης:
205 οἱ δ᾿ ἐπεὶ ἐκ πόλιος κατέβαν, τάχα δ᾿ ἀγρὸν ἵκοντο Κι οι άλλοι, απ᾿ το κάστρο σαν κατέβηκαν, στο χτήμα του Λαέρτη
καλὸν Λαέρταο τετυγμένον, ὅν ῥά ποτ᾿ αὐτὸς το καλοδουλεμένο φτάσανε, που κάποτε ο Λαέρτης
Λαέρτης κτεάτισσεν, ἐπεὶ μάλα πόλλ᾿ ἐμόγησεν. ατος του το 'χε με τον πλήθιο του τον ίδρωτα αποχτήσει.
ἔνθα οἱ οἶκος ἔην, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντη, Εκεί κι η κατοικία του, ολόγυρα ζωσμένη από καλύβες,
ἐν τῷ σιτέσκοντο καὶ ἵζανον ἠδὲ ἴαυον να 'χουν να τρώνε και να κάθουντοα και να κοιμούνται οι δούλοι,
210 δμῶες ἀναγκαῖοι, τοί οἱ φίλα ἐργάζοντο. που είχαν πιαστεί παλιά στον πόλεμο και τώρα του δουλεύαν.
ἐν δὲ γυνὴ Σικελὴ γρηὺ̈ς πέλεν, ἥ ῥα γέροντα Και μια απ᾿ τη Σικελία γερόντισσα τον γνοιάζουνταν με αγάπη
ἐνδυκέως κομέεσκεν ἐπ᾿ ἀγροῦ, νόσφι πόληος. το γέροντα, στο χτήμα ως έμενε, μακριά απ᾿ το κάστρο, πάντα.
ἔνθ᾿ Ὀδυσεὺς δμώεσσι καὶ υἱέϊ μῦθον ἔειπεν: Τότε ο Οδυσσέας γυρνώντας μίλησε στο γιο του και στους δούλους:
«ὑμεῖς μὲν νῦν ἔλθετ᾿ ἐϋκτίμενον δόμον εἴσω, «Εσείς τραβάτε στο καλόχτιστο να μπείτε μέσα σπίτι,
215 δεῖπνον δ᾿ αἶψα συῶν ἱερεύσατε ὅς τις ἄριστος: και σφάχτε για το γιόμα γρήγορα τον πιο παχύ απ᾿ τους χοίρους'
αὐτὰρ ἐγὼ πατρὸς πειρήσομαι ἡμετέροιο, κι εγώ θα πάω να βρω τον κύρη μου, να τόνε δοκιμάσω:
αἴ κέ μ᾿ ἐπιγνώῃ καὶ φράσσεται ὀφθαλμοῖσιν, θα καταλάβει και θωρώντας με θα με γνωρίσει τάχα,
ἦέ κεν ἀγνοιῇσι, πολὺν χρόνον ἀμφὶς ἐόντα.» για δέ θα βρει ποιος είμαι, που 'λειπα στα ξένα τόσα χρόνια;»
ὣς εἰπὼν δμώεσσιν ἀρήϊα τεύχε᾿ ἔδωκεν. Είπε, και τ᾿ άρματα τους έδωκε που εφόρειε του πολέμου'
220 οἱ μὲν ἔπειτα δόμονδε θοῶς κίον, αὐτὰρ κι ως τούτοι για το σπίτι εκίνησαν, τραβούσε κι ο Οδυσσέας
Ὀδυσσεὺς κατά το χτήμα το πολύκαρπο, να τόνε δοκιμάσει.
ἆσσον ἴεν πολυκάρπου ἀλωῆς πειρητίζων. Μηδέ κι αντάμωσε, ως κατέβαινε, στον κήπο το Δόλιο
οὐδ᾿ εὗρεν Δολίον, μέγαν ὄρχατον ἐσκαταβαίνων, για από τους δούλους τους επίλοιπους κανέναν για απ᾿ τους γιους
οὐδέ τινα δμώων οὐδ᾿ υἱῶν: ἀλλ᾿ ἄρα τοί γε του-
αἱμασιὰς λέξοντες ἀλωῆς ἔμμεναι ἕρκος είχε μαθές κινήσει ο γέροντας, και του ακλουθούσαν οι άλλοι,
225 ᾤχοντ᾿, αὐτὰρ ὁ τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευε. πέτρες να μάσουν, ξεροτρόχαλο να φτιάσουν για το χτήμα.
τὸν δ᾿ οἶον πατέρ᾿ εὗρεν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, Μονάχο πέτυχε τον κύρη του στον όμορφο τους κήπο,
λιστρεύοντα φυτόν: ῥυπόωντα δὲ ἕστο χιτῶνα κάποιο δεντράκι εκεί που σκάλιζε᾿ λερός, κακοραμμένος,
ῥαπτὸν ἀεικέλιον, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κουρελιασμένος ο χιτώνας του᾿ κακοραμμένα έζωναν
κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, γραπτῦς ἀλεείνων, πετσιά βοδίσια τ᾿ αντικνήμια του, να μη γδαρθεί στ᾿ αγκάθια᾿
230 χειρῖδάς τ᾿ ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκ': αὐτὰρ ὕπερθεν και για τα βάτα είχε στα χέρια του χερόχτια, και γιδίσιο
αἰγείην κυνέην κεφαλῇ ἔχε, πένθος ἀέξων. σκουφί φορούσε στο κεφάλι του, να μην τον καίγει π γήλιος.
τὸν δ᾿ ὡς οὖν ἐνόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς Ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος τον είδεν Οδυσσέας,
γήραϊ τειρόμενον, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἔχοντα, να τυραννιέται απ᾿ τα γεράματα κι απ᾿ το βαρύ καημό του,
στὰς ἄρ᾿ ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην κατὰ δάκρυον τον πήραν κλάματα και στάθηκε σε μια αχλαδιά από κάτω'
εἶβε.
235 μερμήριξε δ᾿ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν κι ο νους του δούλευε διχόγνωμος κι αναρωτιόταν, τάχα
κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρ᾿, ἠδὲ ἕκαστα να σφιχταγκαλιαστεί τον κύρη του, να τον φιλήσει, κι όλα
εἰπεῖν, ὡς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾿ ἐς πατρίδα γαῖαν, να του τα πει, πως ήρθε κι έφτασε στη γη την πατρική του,
ἦ πρῶτ᾿ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο. για αρχή να κάνει ανερωτώντας τον και δοκιμάζοντας τον;
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζονταν, το πιο καλό πως είναι,
240 πρῶτον κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι. να τον αγγίξει με τα λόγια του και να τον δοκιμάσει.
τὰ φρονέων ἰθὺς κίεν αὐτοῦ δῖος Ὀδυσσεύς. Με τέτοιους λογισμούς προχώρησε στον κύρη του ο Οδυσσέας,
ἦ τοι ὁ μὲν κατέχων κεφαλὴν φυτὸν ἀμφελάχαινε: κι ως τούτος το δεντράκι εσκάλιζε με κεφαλή σκυμμένη,