Page 304 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 304
303
αἶψα μαλ᾿ ἀμπεπαλὼν προί̈ει δολιχόσκιον στην Κόρη ευκήσου τη γλαυκόματη και στον πατέρα Δία,
ἔγχος.» και ρίξε ευτύς το μακρογίσκιωτο κοντάρι σου με φόρα.»
520 ὣς φάτο, καί ῥ᾿ ἔμπνευσε μένος μέγα Παλλὰς Είπε η Παλλάδα, και του φύσηξε στα στήθη ορμή μεγάλη'
Ἀθήνη κι αυτός, πριν ρίξει το μακρόισκιωτο κοντάρι του με φόρα,
εὐξάμενος δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα Διὸς κούρῃ μεγάλοιο, απ᾿ όλους πρώτη ανακαλέστηκε του τρανού Δία την κόρη,
αἶψα μάλ᾿ ἀμπεπαλὼν προί̈ει δολιχόσκιον ἔγχος, και πέτυχε στο χαλκό μάγουλο του Ευπείθη κράνος πάνω'
καὶ βάλεν Εὐπείθεα κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου. κι αυτό δεν άντεξε, μον᾿ διάβηκε μέσα ο χαλκός, κι εκείνος
ἡ δ᾿ οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός,
525 δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾿ ἐπ᾿ βαρύς σωριαστή, κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματά του.
αὐτῷ. Τότε ο Οδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος χιμίξαν μες στους
ἐν δ᾿ ἔπεσον προμάχοις Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος πρώτους
υἱός, με τα σπαθιά και με τα δίμυτα χτυπώντας τους κοντάρια.
τύπτον δὲ ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι. Θα τους σκότωναν όλους, ένας τους να μη διαγείρει πίσω,
καί νύ κε δὴ πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους, αν η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
εἰ μὴ Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
530 ἤϋσεν φωνῇ, κατὰ ἔσχεθε λαὸν ἅπαντα. φωνή δεν έσερνε, τη φόρα τους οι δυο στρατοί να κόψουν:
«ἴσχεσθε πτολέμου, Ἰθακήσιοι, ἀργαλέοιο, «Θιακοί, σταθείτε! Πια τον πόλεμο τον άγριο παρατάτε,
ὥς κεν ἀναιμωτί γε διακρινθῆτε τάχιστα.» μιαν ώρα αρχύτερα αναψάτωτα να χωριστείτε ως φίλοι!»
ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη, τοὺς δὲ χλωρὸν δέος εἷλεν: Είπε η Αθηνά, κι αυτούς ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα,
τῶν δ᾿ ἄρα δεισάντων ἐκ χειρῶν ἔπτατο τεύχεα, κι απ᾿ τον τρανό τους φόβο τ᾿ άρματα τους φεύγαν άπ᾿ τα χέρια,
535 πάντα δ᾿ ἐπὶ χθονὶ πῖπτε, θεᾶς ὄπα φωνησάσης: και στης θεϊκιάς λαλιάς το αντίφωνο στο χώμα πέφταν όλα'
πρὸς δὲ πόλιν τρωπῶντο λιλαιόμενοι βιότοιο. κι ατοί τους για το κάστρο το 'βαζαν στα πόδια, να γλιτώσουν.
σμερδαλέον δ᾿ ἐβόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, Μα ως πάνω τους ο πολυβάσανος, θείος Οδυσσέας χιμούσε
οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ᾿ αἰετὸς ὑψιπετήεις. χουγιάζοντας, σαν αιθερόλαμνος αϊιτος που πήρε φόρα,
καὶ τότε δὴ Κρονίδης ἀφίει ψολόεντα κεραυνόν, ίδια στιγμή αχνιστό αστροπέλεκο του Κρόνου ο γιος άφηκε,
540 κὰδ δ᾿ ἔπεσε πρόσθε γλαυκώπιδος κι ομπρός στη Γλαυκομάτα χτύπησε την τρανοκυρουδάτη.
ὀβριμοπάτρης. Κι είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στον Οδυσσέα γυρνώντας:
δὴ τότ᾿ Ὀδυσσῆα προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη: «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, κρατήσου, σκόλασε τον πόλεμο και το φριχτό το απάλε,
ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιί̈ου πολέμοιο, ο Δίας μην οργιστεί, ο βροντόλαλος του Κρόνου υγιός, μαζί σου!»
μή πως τοι Κρονίδης κεχολώσεται εὐρύοπα
Ζεύς.»
545 ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη, ὁ δ᾿ ἐπείθετο, χαῖρε δὲ θυμῷ. Είπε η Αθηνά, κι αυτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του'
ὅρκια δ᾿ αὖ κατόπισθε μετ᾿ ἀμφοτέροισιν ἔθηκεν κι όρκους αγάπης έβαλε έπειτα να κάνουν η Παλλάδα
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο, τις δυο μεριές, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν. το Μέντορα στο λάλο μοιάζοντας και στου κορμιού το διώμα.