Page 109 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 109

108




               255  ψυχὰς παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;»   κακό στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;"
                    «ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,   Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα
                    δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον.   τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας·
                    ἀλλὰ καὶ ὥς μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον:   ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
                    « ‘ἡμεῖς τοι Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Ἀχαιοὶ   ,, Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν

               260  παντοίοις ἀνέμοισιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης,   στα πλάτη τ᾿ άμετρα της θάλασσας λογής λογής ανέμοι.
                    οἴκαδε ἱέμενοι, ἄλλην ὁδὸν ἄλλα κέλευθα   Στα σπίτια μας να πάμε θέλαμε, μα πήραμε άλλες στράτες
                    ἤλθομεν: οὕτω που Ζεὺς ἤθελε μητίσασθαι.   και δρόμους άλλους, από θέλημα του Δία το δίχως άλλο.
                    λαοὶ δ᾿ Ἀτρεί̈δεω Ἀγαμέμνονος εὐχόμεθ᾿ εἶναι,   Στο γιο του Ατρέα τον Αγαμέμνονα σταθήκαμε στρατιώτες —
                    τοῦ δὴ νῦν γε μέγιστον ὑπουράνιον κλέος ἐστί:   καμάρι μας! Στον κόσμο η δόξα του παντού γιγάντια απλώνει,

               265  τόσσην γὰρ διέπερσε πόλιν καὶ ἀπώλεσε λαοὺς   που τέτοιο μέγα κάστρο επάτησε και σκότωσε χιλιάδες.
                    πολλούς. ἡμεῖς δ᾿ αὖτε κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα   Κι εμείς, φτασμένοι εδώ, προσπέφτουμε στα γόνατα σου τώρα,
                    ἱκόμεθ᾿, εἴ τι πόροις ξεινήιον ἠὲ καὶ ἄλλως   σαν ξένους αν μας καλοσκάμνιζες με αγάπη· ωστόσο κι άλλο
                    δοίης δωτίνην, ἥ τε ξείνων θέμις ἐστίν.   μπορούσες να μας δώσεις χάρισμα, στους ξένους ως ταιριάζει.
                    ἀλλ᾿ αἰδεῖο, φέριστε, θεούς: ἱκέται δέ τοί εἰμεν,   Σεβάσου τους θεούς, στα πόδια σου μας βλέπεις, αντρειωμένε"

               270  Ζεὺς δ᾿ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε,   τιμή στους ξένους πρέπει· αντάμα τους οδεύει ο Δίας ο ξένιος.
                    ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ᾿ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.’   για να παιδεύει τους που αδίκησαν τον ξένο, τον ικέτη."
                    ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο νηλέι θυμῷ:   Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
                    «νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾿, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,   ,, Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
                    ὅς με θεοὺς κέλεαι ἢ δειδίμεν ἢ ἀλέασθαι:   που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους!

               275  οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς αἰγιόχου ἀλέγουσιν   Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
                    οὐδὲ θεῶν μακάρων, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰμεν:   μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροι τους.
                    οὐδ᾿ ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην   Αν δε θελήσω εγώ, δε θα 'βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
                    οὔτε σεῦ οὔθ᾿ ἑτάρων, εἰ μὴ θυμός με κελεύοι.   σπλαχνιά καμιά᾿ πολύ που μ᾿ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
                    ἀλλά μοι εἴφ᾿ ὅπῃ ἔσχες ἰὼν ἐυεργέα νῆα,   Μα τό καράβι σου που το άραξες το καλοσκαρωμένο;

               280  ὣ ἤ που ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ἦ καὶ σχεδόν, ὄφρα δαείω.’    Εδώ μαθές κοντά για απόμακρα; Για μίλα μου να ξέρω!"
                    «ὣς φάτο πειράζων, ἐμὲ δ᾿ οὐ λάθεν εἰδότα πολλά,   Με αυτά με ψάρευε, μα δούλευε και μένα ο νους περίσσια
                    ἀλλά μιν ἄψορρον προσέφην δολίοις ἐπέεσσι:   κι είδηση επήρα κι έτσι απόκριση πονηρεμένη δίνω:
                    « ‘νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων ἐνοσίχθων   ,, Ο Ποσειδώνας το πλεούμενο μας το 'κανε κομμάτια
                    πρὸς πέτρῃσι βαλὼν ὑμῆς ἐπὶ πείρασι γαίης,   σε μια ακρινή γωνιά της χώρας σας στα βράχια ρίχνοντας το,

               285  ἄκρῃ προσπελάσας: ἄνεμος δ᾿ ἐκ πόντου ἔνεικεν:   οι πελαγίσιοι άνεμοι ως το 'σπρωξαν και χτύπησε σε κάβο᾿
                    αὐτὰρ ἐγὼ σὺν τοῖσδε ὑπέκφυγον αἰπὺν ὄλεθρον.’   μονάχα εγώ κι αυτοί απ᾿ το θάνατο γλιτώσαμε τον άγριο.»
                    «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οὐδὲν ἀμείβετο νηλέι θυμῷ,   Είπα, κι εκείνος ο ανελέημονος δεν αποκρίθη λέξη,
                    ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἀναί̈ξας ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλε,   μονάχα πάνω στους συντρόφους μου χιμάει και βάζει χέρι,
                    σὺν δὲ δύω μάρψας ὥς τε σκύλακας ποτὶ γαίῃ   κι έπιασε δυο και τους κοπάνισε στη γης, κουτάβια ως να 'ταν,
               290  κόπτ': ἐκ δ᾿ ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν.   και τα μυαλά τους κάτω εχύθηκαν και μούσκεψαν το χώμα.
                    τοὺς δὲ διὰ μελεϊστὶ ταμὼν ὡπλίσσατο δόρπον:   Μετά τους έκοψε, τους λιάνισε και σύνταζε το δείπνο,
                    ἤσθιε δ᾿ ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, οὐδ᾿ ἀπέλειπεν,   και πήρε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, να τρώει χωρίς ν᾿ αφήσει
                    ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα.   τίποτα πίσω, σάρκες, κόκαλα, και σπλάχνα και μεδούλια.
                    ἡμεῖς δὲ κλαίοντες ἀνεσχέθομεν Διὶ χεῖρας,   Εμείς, θωρώντας τέτοιο αβάσταχτο κακό, στο Δία με θρήνους

               295  σχέτλια ἔργ᾿ ὁρόωντες, ἀμηχανίη δ᾿ ἔχε θυμόν.   τα χέρια υψώναμε᾿ δε βλέπαμε μπροστά μας φως κανένα.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωψ μεγάλην ἐμπλήσατο νηδὺν   Κι ο Κύκλωπας, τα κρέατα ως έφαγε τ᾿ ανθρωπινά κι ακράτο
                    ἀνδρόμεα κρέ᾿ ἔδων καὶ ἐπ᾿ ἄκρητον γάλα πίνων,   ρούφηξε γάλα κι απογέμισε την άπατη κοιλιά του,
                    κεῖτ᾿ ἔντοσθ᾿ ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων.   καταμεσός στ᾿ αρνιά του εκοίτουνταν φαρδύς πλατύς στο σπήλιο.
                    τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα κατὰ μεγαλήτορα θυμὸν   Εγώ για μια στιγμή μελέτησα στην πέρφανη καρδιά μου
   104   105   106   107   108   109   110   111   112   113   114