Page 111 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 111
110
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα, Κι ως όλες τις δουλειές του ετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, αρπάζει
σὺν δ᾿ ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὡπλίσσατο δυό πάλε απ᾿ τους δικούς μου συντρόφους και στρώθηκε στο
δόρπον. δείπνο.
345 καὶ τότ᾿ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων ἄγχι παραστάς, Κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα,
κισσύβιον μετὰ χερσὶν ἔχων μέλανος οἴνοιο: καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο:
«Κύκλωψ, τῆ, πίε οἶνον, ἐπεὶ φάγες ἀνδρόμεα κρέα, ,, Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη· για πιες κρασί από πάνω,
ὄφρ᾿ εἰδῇς οἷόν τι ποτὸν τόδε νηῦς ἐκεκεύθει να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
ἡμετέρη. σοὶ δ᾿ αὖ λοιβὴν φέρον, εἴ μ᾿ ἐλεήσας Σπονδή για να σου κάμω το 'φερνα, μπορεί να με λυπόσουν
350 και στην πατρίδα μου να μ᾿ έστελνες᾿ μα εσύ ξεφρενιασμένος
οἴκαδε πέμψειας: σὺ δὲ μαίνεαι οὐκέτ᾿ ἀνεκτῶς. πια δε βαστιέσαι. Πως αργότερα θα πει να σου 'ρθει κι άλλος
σχέτλιε, πῶς κέν τίς σε καὶ ὕστερον ἄλλος ἵκοιτο απ᾿ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομία που
ἀνθρώπων πολέων, ἐπεὶ οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας;» δείχνεις;»
«ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾿ ἔδεκτο καὶ ἔκπιεν: ἥσατο δ᾿ αἰνῶς Είπα, κι αυτός το δέχτη, το άδειασε και φράθηκε περίσσια,
ἡδὺ ποτὸν πίνων καὶ μ᾿ ᾔτεε δεύτερον αὖτις:
τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο, και μου ζητούσε κι άλλο:
355 ,, Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ᾿ ονομά σου,
«‘δός μοι ἔτι πρόφρων, καί μοι τεὸν οὔνομα εἰπὲ μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις.
αὐτίκα νῦν, ἵνα τοι δῶ ξείνιον, ᾧ κε σὺ χαίρῃς:
Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ᾿ τις βροχές του
καὶ γὰρ Κυκλώπεσσι φέρει ζείδωρος ἄρουρα
Δία
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει:
δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια μας σταφύλια'
ἀλλὰ τόδ᾿ ἀμβροσίης καὶ νέκταρός ἐστιν ἀπορρώξ.’
μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν!"
360 «ὣς φάτ᾿, ἀτάρ οἱ αὖτις ἐγὼ πόρον αἴθοπα οἶνον. Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα᾿
τρὶς μὲν ἔδωκα φέρων, τρὶς δ᾿ ἔκπιεν ἀφραδίῃσιν. τρεις φορές του 'δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος, Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να 'χει ανέβει,
καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι: γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
«Κύκλωψ, εἰρωτᾷς μ᾿ ὄνομα κλυτόν, αὐτὰρ ἐγώ τοι ,, Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομα μου·
365 ἐξερέω: σὺ δέ μοι δὸς ξείνιον, ὥς περ ὑπέστης. θα το 'χεις, μα και συ που 'ταξες να μου χαρίσεις δώρο!
Οὖτις ἐμοί γ᾿ ὄνομα: Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾿ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.’ κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.»
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο νηλέι θυμῷ: Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
«Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι μετὰ οἷς ἑτάροισιν, ,, Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω᾿ πιο πριν τους άλλους
370 τοὺς δ᾿ ἄλλους πρόσθεν: τὸ δέ τοι ξεινήιον ἔσται. θα φάω συντρόφους του· το δώρο μου για σένα ετούτο θα 'ναι!»
«ἦ καὶ ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, αὐτὰρ ἔπειτα Αυτά είπε, κι έγειρε τ᾿ ανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος
κεῖτ᾿ ἀποδοχμώσας παχὺν αὐχένα, κὰδ δέ μιν ὕπνος με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο
ᾕρει πανδαμάτωρ: φάρυγος δ᾿ ἐξέσσυτο οἶνος τον παντοδαμαστή᾿ κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες
ψωμοί τ᾿ ἀνδρόμεοι: ὁ δ᾿ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων. ανθρωπινές απ᾿ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος.
375 καὶ τότ᾿ ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, Μεμιάς εγώ βαθιά παράχωσα στη θράκα το παλούκι,
ἧος θερμαίνοιτο: ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους ως να πυρώσει μόνο, κι έδινα μιλώντας στους συντρόφους
θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδείσας ἀναδύη. κουράγιο, μήπως απ᾿ το φόβο του κανείς αναγυρίσει.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τάχ᾿ ὁ μοχλὸς ἐλάινος ἐν πυρὶ μέλλεν Σαν ήρθεν η ώρα πια το ελίτικο παλούκι να κορώσει,
ἅψεσθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ᾿ αἰνῶς, χλωρό κι ας ήταν, και κοκκίνιζε σαν κάρβουνο αναμμένο,
380 καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἆσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ᾿ ἑταῖροι το πήρα απ᾿ τη φωτιά και σίμωσα· κι οι σύντροφοι ένα γύρο
ἵσταντ': αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων. στάθηκαν ποιος θεός μας φύσηξε τρανό κουράγιο τότε;
οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ᾿ ἄκρῳ, Το σουβλερό στην άκρη πιάνοντας ελίτικο παλούκι
ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν: ἐγὼ δ᾿ ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς οι άλλοι στο μάτι του το κάρφωσαν κι εγώ, πεσμένος πάνω,
δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπῷ δόρυ νήιον ἀνὴρ το στρούφιζα, καθώς ο μάστορας τρυπάει με το τρυπάνι