Page 112 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 112
111
385 τρυπάνῳ, οἱ δέ τ᾿ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι μαδέρι καραβιού, κι οι αργάτες του, λουρί απ᾿ τις δυο τις άκρες
ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί. μια εδώ μια εκεί τραβώντας, άπαυτα γυρίζουν το τρυπάνι·
ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες παρόμοια στρέφαμε στο μάτι του βαθιά το πυρωμένο
δινέομεν, τὸν δ᾿ αἷμα περίρρεε θερμὸν ἐόντα. μπροστά παλούκι, που όπως λάβριζε, πλημμύριζε στο γαίμα'
πάντα δέ οἱ βλέφαρ᾿ ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀυτμὴ κι η πυρά απ᾿ το βολβό που καίγουνταν ματόκλαδα και φρύδια
390 γλήνης καιομένης, σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι. του καψαλούσε, και χοχλάκιζαν οι ρίζες του ματιού του.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ Πως ο χαλκιάς, σκεπάρνι θέλοντας να βάψει για πελέκι,
σκέπαρνον πυρό σε κρύο νερό το βούτηξε, και τούτο τσιτσιρίζει,
εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα τι αυτό είναι που όλη του τη δύναμη στο σίδερο θα δώσει·
φαρμάσσων: τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν όμοια το μάτι του τσιτσίριζε τρογύρα στο παλούκι.
ὣς τοῦ σίζ᾿ ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.
395 σμερδαλέον δὲ μέγ᾿ ᾤμωξεν, περὶ δ᾿ ἴαχε πέτρη, Κι έσυρε εκείνος άγριο μούγκρισμα, που οι βράχοι αντιλάλησαν.
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ': αὐτὰρ ὁ μοχλὸν Κάνουμε πίσω απ᾿ την τρομάρα μας εμείς, κι εκείνος σέρνει
ἐξέρυσ᾿ ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ. αιματοστάλαχτο απ᾿ το μάτι του το ελίτικο παλούκι
τὸν μὲν ἔπειτ᾿ ἔρριψεν ἀπὸ ἕο χερσὶν ἀλύων, και το πετάει μακριά του, ξέφρενος σαλεύοντας τα χέρια·
αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ᾿ ἤπυεν, οἵ ῥά μιν ἀμφὶς και με φωνή τρανή τους Κύκλωπες ανακαλούσε γύρω,
400 ᾤκεον ἐν σπήεσσι δι᾿ ἄκριας ἠνεμοέσσας. που στις κορφές τις ανεμόδαρτες σε σπήλια μέσα εζούσαν.
οἱ δὲ βοῆς ἀίοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος, Κι άλλος αλλούθε πήραν κι έτρεχαν γρικώντας τις φωνές του,
ἱστάμενοι δ᾿ εἴροντο περὶ σπέος ὅττι ἑ κήδοι: κι όξω απ᾿ το σπήλιο γύρω εστάθηκαν ρωτώντας τι έχει πάθει:
«‘τίπτε τόσον, Πολύφημ᾿, ἀρημένος ὧδ᾿ ἐβόησας ,, Ποιά σου 'ρθε συφορά, Πολύφημε, κι αψοφωνάζεις έτσι
νύκτα δι᾿ ἀμβροσίην καὶ ἀύπνους ἄμμε τίθησθα; μέσα στη θεία τη νύχτα κι άσκωσες και μας από τον ύπνο;
405 ἦ μή τίς σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει; Αθέλητα σου μήπως σου άρπαξαν τ'αρνιά, για εσέ τον ίδιο
ἦ μή τίς σ᾿ αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφιν;» μεβιάς για και με δόλο βάλθηκε κανείς να θανατώσει;"
«τοὺς δ᾿ αὖτ᾿ ἐξ ἄντρου προσέφη κρατερὸς Κι απ᾿ τη σπηλιά ο τρανός Πολύφημος απηλογιά τους δίνει:
Πολύφημος: ,, Κανένας, φίλοι, όπου με αφάνισε, κι όχι μεβιάς — με δόλο!
‘ὦ φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν.’ Και τότε εκείνοι με ανεμάρπαστα του αποκρίθηκαν λόγια:
«οἱ δ᾿ ἀπαμειβόμενοι ἔπεα πτερόεντ᾿ ἀγόρευον:
410 εἰ μὲν δὴ μή τίς σε βιάζεται οἶον ἐόντα, ,, Aφού κανένας δε σου ρίχτηκε και βρίσκεσαι μονάχος,
νοῦσον γ᾿ οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι, αρρώστια ο μέγας Δίας αν σου 'στειλε, πως θες να την ξεφύγεις;
ἀλλὰ σύ γ᾿ εὔχεο πατρὶ Ποσειδάωνι ἄνακτι.’ Ευκήσου μοναχά στον κύρη σου, στο ρήγα Ποσειδώνα!»
«ὣς ἄρ᾿ ἔφαν ἀπιόντες, ἐμὸν δ᾿ ἐγέλασσε φίλον κῆρ, Είπαν και φύγαν, κι αναγάλλιασε βαθιά η καρδιά μου εμένα,
ὡς ὄνομ᾿ ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων. που τ᾿ όνομά μου κι η αψεγάδιαστη τους γέλασε βουλή μου.
415 Ωστόσο ο Κύκλωπας, μουγκρίζοντας, βογγώντας απ᾿ τους
Κύκλωψ δὲ στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσι
πόνους,
χερσὶ ψηλαφόων ἀπὸ μὲν λίθον εἷλε θυράων,
ψαχουλευτά ως την πόρτα τράβηξε και κύλησε το βράχο,
αὐτὸς δ᾿ εἰνὶ θύρῃσι καθέζετο χεῖρε πετάσσας,
κι ατός του μπρος στην πόρτα εκάθισε με διάπλατα τα χέρια,
εἴ τινά που μετ᾿ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε:
μήπως κανέναν πιάσει, ως θα 'βγαινε μαζί με το κοπάδι·
οὕτω γάρ πού μ᾿ ἤλπετ᾿ ἐνὶ φρεσὶ νήπιον εἶναι.
για τόσο με περνούσε ανέμυαλο! Μα εμένα ο νους μου κιόλας
420 αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον, ὅπως ὄχ᾿ ἄριστα γένοιτο, πήρε και δούλευε, τα πράματα δεξιά πως θα 'βγουν όλα,
εἴ τιν᾿ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ᾿ ἐμοὶ αὐτῷ αν δρόμο θα 'βρισκα τους συντρόφους και μένα να γλιτώσω
εὑροίμην: πάντας δὲ δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον απ᾿ το χαμό, και δόλους ύφαινα λογής λογής και τέχνες·
ὥς τε περὶ ψυχῆς: μέγα γὰρ κακὸν ἐγγύθεν ἦεν. κι ως τη ζωή μας όλοι επαίζαμε κι απάνω μας κρεμόταν
ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή. κακό μεγάλο, αυτό μου εικάστηκε το πιο καλό πως είναι:
425 ἄρσενες ὄιες ἦσαν ἐυτρεφέες, δασύμαλλοι, Ηταν εκεί κριγιοί δασόμαλλοι, τρανοί, καλοθρεμμένοι,
καλοί τε μεγάλοι τε, ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχοντες: και το μαλλί τους μαυρομόρικο· χωρίς να κάνω κρότο