Page 114 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 114

113




               470  πόλλ᾿ ἐν νηὶ βαλόντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ.   στο πλοίο να μπάσουν, πια να φύγουμε πα στ᾿ αρμυρά πελάγη.
                    οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,   Κι αυτοί ανέβηκαν δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
                    ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.   γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
                    ἀλλ᾿ ὅτε τόσσον ἀπῆν, ὅσσον τε γέγωνε βοήσας,   Μα σύντας τόσο αλάργα βρέθηκα, που να μου ακούν το λάλο,
                    καὶ τότ᾿ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων κερτομίοισι:   με λόγια αγγιχτικά στον Κύκλωπα φωνάζω λέγοντας του:

               475  «Κύκλωψ, οὐκ ἄρ᾿ ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς   ,, Κιοτής δεν ήταν ο άντρας, Κύκλωπα, που να του φας ζητούσες
                    ἑταίρους                               με αγριότη ανήμερη τους συντρόφους στη βαθουλή σπηλιά σου.
                    ἔδμεναι ἐν σπῆι γλαφυρῷ κρατερῆφι βίηφι.   Οι τόσες αδικίες σου, ανέσπλαχνε, θα σ᾿ έβρισκαν μια μέρα —
                    καὶ λίην σέ γ᾿ ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα,   συ που δεν ντράπηκες τους ξένους σου μες στο δικό σου σπίτι να
                    σχέτλι᾿, ἐπεὶ ξείνους οὐχ ἅζεο σῷ ἐνὶ οἴκῳ   φάς᾿
                    ἐσθέμεναι: τῷ σε Ζεὺς τίσατο καὶ θεοὶ ἄλλοι.’   γι᾿ αυτό κι ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί σου το πλέρωσαν."

               480                                         Είπα, κι ως πιότερο του φούντωσε στα στήθη η οργή, ξεκόβει
                    «ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾿ ἔπειτα χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,   ενός βουνού τρανού το ακρόκορφο και κατά μας το ρίχνει'
                    ἧκε δ᾿ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο,   κι έπεσε ομπρός στο γαλαζόπλωρο καράβι μας ο βράχος,
                    κὰδ δ᾿ ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρῴροιο.   κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
                    ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης:
                                                           Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι

               485  τὴν δ᾿ αἶψ᾿ ἤπειρόνδε παλιρρόθιον φέρε κῦμα,   καταστεριάς το πλοίο μας το 'σπρωξε το κύμα αναγυρνώντας,
                    πλημυρὶς ἐκ πόντοιο, θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι.   κι απ᾿ το αντιμάμαλο καθίσαμε στον άμμο αθέλητα μας.
                    αὐτὰρ ἐγὼ χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντὸν   Μα τότε εγώ μακρύ φουχτώνοντας κοντάρι σπρώχνω πέρα,
                    ὦσα παρέξ, ἑτάροισι δ᾿ ἐποτρύνας ἐκέλευσα   και στα κουπιά να πέσουν πρόσταζα τους άλλους, γνέφοντας τους
                    ἐμβαλέειν κώπῃς, ἵν᾿ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν,   με τό κεφάλι, να γλιτώσουμε την άγρια ετούτην ώρα·

               490  κρατὶ κατανεύων: οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον.   κι αυτοί μπροστά ρίχτηκαν όλοι τους και τα κουπιά δουλεύαν.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν,   Μα σύντας πια το κύμα σκίζοντας διπλιάσαμε το δρόμο,
                    καὶ τότε δὴ Κύκλωπα προσηύδων: ἀμφὶ δ᾿ ἑταῖροι   ως πάλι να μιλήσω εγύρευα του Κύκλωπα, οι σύντροφοι
                    μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος:   άλλος αλλούθε με τριγύριζαν, πραγά αντισκόφτοντας με:
                    «‘σχέτλιε, τίπτ᾿ ἐθέλεις ἐρεθιζέμεν ἄγριον ἄνδρα;   ,, Κεφάλι αγύριστο, τον άσπλαχνο τι θες κι αγγρίζεις άντρα;
               495  ὃς καὶ νῦν πόντονδε βαλὼν βέλος ἤγαγε νῆα   Πριν λίγο βράχο μας σφεντόνισε, και γύρισε τα πίσω
                    αὖτις ἐς ἤπειρον, καὶ δὴ φάμεν αὐτόθ᾿ ὀλέσθαι.   καταστεριάς το πλοίο μας, κι είδαμε το Χάρο με τα μάτια.
                    εἰ δὲ φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος ἄκουσε,   Αν άκουε τώρα αυτός τα λόγια μας ξανά και τις φωνές μας,
                    σύν κεν ἄραξ᾿ ἡμέων κεφαλὰς καὶ νήια δοῦρα   μ᾿ ενα αγκαθόβραχου θα 'ριχνε, τόσου πάει, δικό μας
                    μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών: τόσσον γὰρ ἵησιν.’    κεφάλι δε θαπόμενε άσπαστο κι ουδέ του πλοίου μαδέρι!"
               500  «ὣς φάσαν, ἀλλ᾿ οὐ πεῖθον ἐμὸν μεγαλήτορα θυμόν,  Τέτοια μου λέγαν, μα την πέρφανη δε λόγιζαν καρδιά μου,
                    ἀλλά μιν ἄψορρον προσέφην κεκοτηότι θυμῷ:   μον᾿ άλλη μια φορά του φώναξα με μανιασμένα σπλάχνα:
                    «Κύκλωψ, αἴ κέν τίς σε καταθνητῶν ἀνθρώπων   ,, Απ᾿ τους θνητούς ανθρώπους, Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
                    ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν,    τέτοια δουλειά ποιος σου 'κανε άσκημη και σου 'βγαλε το μάτι,
                    φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον ἐξαλαῶσαι,   να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης

               505                                         γιός του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το 'βρει στην Ιθάκη!»
                    υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾿ ἔχοντα.’
                    «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ:   Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη:
                    ‘ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ᾿ ἱκάνει.   ,, Αλί μου, τα παλιά μοιρόγραφτα με βρίσκουν όλα τώρα!
                    ἔσκε τις ἐνθάδε μάντις ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε,   Ζούσε ένας μαντολόγος όμορφος, τρανός στα μέρη τούτα,
                                                           κι ήταν που γιός του Ευρύμου, ο Τήλεμος, στη μαντοσύνη ο
                    Τήλεμος Εὐρυμίδης, ὃς μαντοσύνῃ ἐκέκαστο
                                                           πρώτος,

               510  καὶ μαντευόμενος κατεγήρα Κυκλώπεσσιν:   που εδώ μαντολογώντας γέρασε, στη χώρα των Κυκλώπων
                    ὅς μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω,   αυτός και τούτα μου προφήτεψε πως θα γενούν μια μέρα,
                    χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς.   απ᾿ του Οδυσσέα τα χέρια κάποτε πως θα᾿ χανα το φως μου.
   109   110   111   112   113   114   115   116   117   118   119