Page 15 - Demo
P. 15
Ο λόγος που διαχωρίζονται οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα είναι επειδή στην ελληνική αγορά εργασίας το μέγεθος των εργαζομένων του δημοσίου τομέα είναι αρκετά μεγάλο κι αυτό παίζει σημαντικό ρόλο και στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε καθώς η εργασιακή ικανοποίηση των υπαλλήλων αυτών είναι αναμενόμενο να είναι μεγαλύτερη από των υπαλλήλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Η αναφορά στον ελληνικό δημόσιο τομέα αφορά ένα σύνολο οργανισμών κρατικών είτε εξολοκλήρου είτε μερικώς, τοπικές αυτοδιοικήσεις και την κεντρική διοίκηση όπου απασχολούνται ένα ποσοστό 21 τις εκατό της συνολικής απασχόλησης και περίπου 38 τις εκατό της συνολικής αμοιβόμενης απασχόλησης σύμφωνα με την έρευνα του ILO το 2000. Παρατηρείται γενικότερα μια αύξηση ολοένα και περισσότερο από τους νέους που αποφοιτούν από τα Λύκεια και τα Πανεπιστήμια για να εργαστούν στο δημόσιο τομέα κάτι που φαίνεται λογικό λόγω του υψηλού βαθμού ικανοποίησης των εργαζομένων αυτών έναντι του αντίστοιχου βαθμού στον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα η ύπαρξη πλεονάζοντος προσωπικού στο δημόσιο τομέα αποτελεί ανησυχία αφού η αποτελεσματικότητα των υπαλλήλων θεωρείται χαμηλή.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ΟΟΣΑ πραγματοποίησε το 2005 μια έρευνα όπου διαπιστώθηκε ότι στη χώρα μας η απασχόληση στο δημόσιο τομέα είναι ανεπαρκής διότι χαρακτηρίζεται από δωροδοκία, πολιτικές παρεμβάσεις μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων από το απαραίτητο, και ανευθυνότητα των εργαζομένων. Επίσης στην έρευνα τονίζεται ότι το κόστος των κρατικών δαπανών που απαιτεί η δημόσια απασχόληση στην Ελλάδα υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο των υπολοίπων χωρών - μελών του ΟΟΣΑ. Παρόλα αυτά η ΑΔΕΔΥ που είναι το συνδικάτο του Δημοσίου τομέα υπερασπίζεται τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων. Από την άλλη πλευρά, ο ιδιωτικός τομέας ο οποίος αποτελείται από επιχειρήσεις μικρού (π.χ οικογενειακές ) και μεσαίου μεγέθους είναι πιο αδύναμος καθώς τα συνδικάτα του έχουν να διαπραγματευτούν συμφωνίες οι οποίες είναι πολλές φορές άτυπες.
Αυτό που βέβαια διαφοροποιεί σημαντικά τους δυο αυτούς τομείς απασχόλησης είναι η εισοδηματική ανισότητα. Το ανεξήγητο γεγονός σε αυτή την ανισότητα είναι ότι οι μισθολογικές διαφορές δεν αφορούν την εκπαίδευση και την εμπειρία των εργαζομένων. Σύμφωνα με τον Κανελλόπουλο (1997) οι άνδρες αμείβονται καλύτερα κατά 19 τις εκατό ενώ οι γυναίκες κατά 42 τις εκατό από τους αντίστοιχους στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό συμβαίνει γιατί οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα έχουν ενίσχυση από πρόσθετες αμοιβές οι οποίες αφορούν κυρίως επιδόματα παραγωγικότητας, αποζημιώσεις για συμμετοχές τους σε ομάδες εργασίας ή επιτροπές και πολλά άλλα επιδόματα. Επίσης οι συνθήκες εργασίας είναι πολύ καλύτερες αφού δεν ασκείται ιδιαίτερη πίεση και οι υπερωρίες ευνοούνται.
Η Παπαπέτρου (2003) υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο κίνητρο που ωθεί τους εργαζόμενους στην Ελλάδα να εργαστούν στο δημόσιο τομέα είναι οι υψηλές αποδοχές και έπειτα η μονιμότητα που ισοδυναμεί με την εργασιακή ασφάλεια. Αυτό δικαιολογεί την επιδίωξη των εργαζομένων αντρών και γυναικών με περιορισμένα προσόντα οι οποίοι προτιμούν στα πρώτα στάδια της καριέρας τους να εργαστούν στο δημόσιο τομέα αντί του ιδιωτικού τομέα που επιβάλλει χαμηλότερες αποδοχές. Το πλεονέκτημα του ιδιωτικού τομέα εντοπίζεται στις θέσεις ανώτερων στελεχών όπου οι αποδοχές εκεί ξεπερνούν τις αντίστοιχες του δημοσίου τομέα.
Τα παραπάνω στοιχεία που αναλύονται ισχύουν και αφορούν την εργασιακή ικανοποίηση στον Ελλαδικό χώρο όπου παρατηρείται και αυτό το έντονο χάσμα μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών εργαζομένων. Από την άλλη πλευρά στη διεθνή βιβλιογραφία η εργασιακή ικανοποίηση ( job satisfaction ) δεν διαχωρίζει την αγορά εργασίας σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα γιατί δεν παρατηρούνται ουσιαστικά τόσο σημαντικές διαφορές όσον αφορά τους εργαζόμενους και την ικανοποίηση που αυτοί λαμβάνουν από την εργασία τους ( Sloane και Williams, 2000 ).
2.3 Εργασιακή ανασφάλεια