Page 21 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 21

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
                                                                        21
       Πριν λίγο μου χτύπησε την πόρτα
       η αγάπη.
       Για λίγο νόμιζα πως ήταν η μάνα μου
       μετά θυμήθηκα πως δεν είχα
       Ποιος να 'ναι;
       Ήταν αυτή, την ξέρω πια
       Τρομακτική καθώς ήταν
       μέσα στην ομορφιά της
       μίλησε:
       Είδα στον ύπνο μου
       πως ήμουν η μαέστρος της μαύρης θάλασσας
       Στεκόμουν γυμνή μπροστά της
       και την πήγαινα από δω, την πήγαινα από κει
       Εκείνη ήταν υπάκουη
       Από πίσω μου στεκόταν η γιαγιά μου                            Τόνια Κοσμαδάκη
       κρατούσε ένα μικρό πανί λευκό
       Έλα παιδί μου, ο κόσμος σε κοιτάζει, γυμνή είσαι
       Δεν της έδινα σημασία
       διεύθυνα νευρικά την πικρή μαυρη θάλασσα
       Με νεκρική ησυχία
       Παράταιρη
       μόνο η γιαγιά μου, που ακουγόταν που και
       που
       Πάμε παιδί μου
       Σταμάτησε                                             ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ
       Δεν είχε περάσει μέσα
       αυτά τα είπε στην πόρτα                               Είναι κάποια απογεύματα ριπές.
       Με κοίταζε με τα κενά μάτια της                       ο άνθρωπος που είναι μόνος
       και ήξερα πως βλέπει                                  συνομιλεί με τον άυλο φονιά.
       το βάρος της καρδιάς μου                              Κι εκείνος περπατάει μες στο σπίτι.
       την πυκνότητα του αίματός μου                         Ανασηκώνεται η σκόνη ελαφρά
       τα ερείπια μέσα μου                                   κι ύστερα γαβγίζει ο σκύλος.
       Θα περάσεις; ρώτησα                                   Κι ύστερα κουνιούνται τα πιάτα στο ντουλά-
       Όχι, είπε                                             πι.
       Κι έφυγε από την σκάλα                                Κάνει ρωγμές ο τοίχος
       σιγά σιγά, αγγίζοντας τον τοίχο                       από κάτω προς τα πάνω.
       Και τα λατρεμένα της πόδια                            Λες και φυτρώνουν χταπόδια.
       ήταν ακόμα βρεγμένα                                   Και το φως στο πάτωμα
                                                             γίνεται θρύψαλα.
                                                             Χάνεται η όαση
                                                             ο άνθρωπος και η άμμος τώρα.
                                                             Και η κόκκινη σιωπή.
                                                             Αυτά τα απογεύματα
                                                             μαθαίνεις να λες
                                                             "δεν πειράζει"
                                                             και χαϊδεύεις μόνος σου τα χέρια σου.
                                                             Σιχαίνεσαι τη φύση σου
                                                             τη μάνα που σε γέννησε.
                                                             Κι όλο χαϊδεύεις τα χέρια σου σκληρά
                                                             λες και θες να τα λιώσεις
   16   17   18   19   20   21   22   23   24   25   26