Page 25 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 25
1.
Ήρθε και στάθηκε
ανάμεσα μας και στη θάλασσα. 2. 25
Ξέραμε ν αγαπιόμαστε! Τα χείλη σου είχαν τη γεύση της αλμύρας
Οι ευκάλυπτοι στο Μάρμακα κι ένα κοχύλι κρεμασμένο στο λαιμό,
τα πεύκα στο Σκίνο μια βάρκα με ανοικτά πανιά στο πέλαγος.
δείχνουνε σιωπή. Κι ήταν δικός σου ο δρόμος με τα κοράλλια
Ένα παιδί μου χάρισε ένα κοχύλι. που βγαίνει στ’ ανάκτορα του Ποσειδώνα
Όταν τελειώνει η ζωή
αρχίζει η ποίηση.
4.
Σε ψάχνω στις φτωχές
3. και πολύκοσμες συνοικίες
Όμορφα στο Βεραδέρο της Αβάνας και του Σαντιάγκο.
εκεί που δεν υπάρχουν φωνές Ανάμεσα σε φυτείες ζαχαροκάλαμου
καθώς το σούρουπο κατεβαίνει. και χαρισματικούς τραγουδιστάδες,
Δύσκολο ταξίδι και μακρύ ανυπεράσπιστος σ’ ένα ακατονόμαστα κενό.
γυναίκες μελαψές, μουσική, ρούμι, Οι στάσεις ζωής ήτανε βλέπεις
ξεχωριστός ο καπνός του πούρου, μετρημένες στα δάκτυλα.
τη νύχτα έχει πολύ υγρασία.
Όταν περάσει κι αυτός ο χρόνος
θα ξαναπάμε εκεί μαζί, μου ’λεγες. 6.
Ακόμη και τα όνειρα περισσεύουν. Τεκίλα με πάγο
στο ίδιο τραπέζι
εκεί στην «ΠΛΩΡΗ»
5. πάνω στα βράχια
Νησιά με ακρογιαλιές, της Πειραϊκής.
ανέμους, παιδιά με χαμόγελα Στο βάθος
και χαλάσματα βενετσιάνικων κάστρων. ο Σταυρός, ευλάβειας
Κέρκυρα, Χανιά, Λέρος, τάμα ναυτικών.
Ρόδος, Κεφαλονιά, Ιθάκη. Μέσα απ' το τζάμι
Ποτέ δεν θ’ ανοίξουμε πανιά ο αέρας
για τα νησιά που αγαπήσαμε. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ και το κύμα
Κι ας το ξέραμε από πριν δε λένε να κοπάσουν.
το αύριο ποιο θα ’ναι.
7.
Εκείνες οι χαμηλές φωτιές
τη νύχτα του Αη Γιάννη.
Η ζωή ήτανε πάντα όμορφη.
Οι πολιτείες φέγγανε μακριά
μικρά καθημερινά χαμόγελα. 9.
Την ώρα που κρυώναμε Πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης
νιώθαμε στο βάθος, το τέλος. μια φωτογραφία παιδικών χρόνων,
Μια πολιτεία ερειπωμένη δυο βότσαλα κι ένα κοχύλι θαλασσινό,
από τη δίχως όρους απουσία σου… τα ΠΑΤΡΙΔΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ του Ασδραχά,
γεμάτα σημειώσεις σε χρώμα κίτρινο.
Άφησα τη θύμησή μου να σε χορτάσει.
10. Η παρουσία σου ακροβατεί στο ράφι,
Όλοι οι δρόμοι σταμάτησαν εδώ! Έκλεισα το παράθυρο, τράβηξα την κουρτίνα,
Όλα μας τα όνειρα τα θάψαμε δυνάμωσα τη μουσική και έκλαψα.
την ώρα που οι μυγδαλιές ανθούσαν. Η μυρωδιά του σκίνου, ακόμα αναπνέει.
Ήρθε ο καιρός να ταξιδέψουμε
στ' ανοιχτό πέλαγος.
Δεν έχουμε άλλο μπάρκο.
Το καράβι που δεν ταξίδεψε,
το λέγαν «ΕΥΤΥΧΙΑ»