Page 27 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 27

Ο ΥΠΝΟΣ.
 Δεν πρόλαβε ούτε ένα βήμα.   Η απόλυτη αθωότητα
                   στο βλέμμα.
                   Το ήρεμο χαμόγελο                     27

                   στα χείλη.
                   Η βαθιά ρυτίδα
                   ανάμεσα στα φρύδια,
                   χαλαρή και παραδομένη.                           ΕΚΤΑΦΗ.
                   Οι μικρές ρυτίδες
                   στην άκρη των ματιών,                            Μελετούσα το κρανίο σου

                   Οι δρόμοι της ζωής                               πάνω από τον ανοιγμένο
                                                                    δανεικό τάφο.
                   που περπάτησε...                                 Άγγιζα τις εσοχές που
                   Τα χέρια σταυρωμένα                              κάποτε ήταν τα μάγουλά σου
                   πάνω στο στέρνο.                                 Έφερνα τα χέρια μου
                                                                    πάνω στους κροτάφους σου.
                   Το δεξί να ακουμπάει                             Πονάς;
                   πάνω στην καρδιά                                 Έχεις ημικρανία;
                   που σταμάτησε πιά να παλεύει...                  Χτυπούν δυνατά, οι ανύπαρκτες
                                                                    πια φλέβες;
                   Η απουσία της ζωής                               Σε τριβελίζουν ακόμα;
                   που την πρόδωσε,                                 Βλέπω αυτό το μισό,
                   και έφυγε κλεφτά                                 κρυμμένο σου χαμόγελο
                                                                    να μου χαμογελάει.
                   μέσα στην νύχτα                              ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ   «ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ »   Εγώ είμαι εδώ.
                   κοροϊδεύοντας τον Ύπνο.                          Είσαι κάπου τριγύρω;
                                                                    Πως είναι δυνατόν
                   ΑΤΙΤΛΟ.                                          αυτό το μικροσκοπικό κουφάρι
                   Πήρα πρωί πρωί,                                  να είσαι εσύ;
                                                                    Ολόιδιος εσύ;
                   τα κόλλυβα του θανάτου μου,                      Και να μου χαμογελάς!
                   να τα μοιράσω στα πουλιά.                        Σε χαϊδεύω απαλά.
                   Άνθρωποι να τα φάνε, ήταν λιγο-                  Κοιτώ τον σαστισμένο εργάτη
                   στοί,                                            Με ένα νεύμα μου,
                   φίλοι και συγγενείς, στης μιας πα-               σε κλείνει μέσα σε ένα
                   λάμης                                            μικροσκοπικό κουτί.
                   τα δάχτυλα τους μετρούσες                        Το παίρνω και το τοποθετώ
                   όλους.                                           στο κενοτάφιο.
                   Τσίμπησαν μια μπουκιά, τυπικά,                   Αυτό που εσύ ο ίδιος
                                                                    διάλεξες.
                   και κλεφτά, άφησαν το χέρι τους                  Εδώ θα μένεις πιά.
                   να πετάξει στη γη,                               Εδώ ήθελες.
                   κατάχαμα                                         Κλείνει η μαρμάρινη πλάκα
                   τα υπόλοιπα.                                     με το όνομά σου πάνω.
                                                                    Au revoir, λοιπόν
                   Χαμογέλασα ειρωνικά                              πατέρα....
                   μέσα απ' το φέρετρο μου
                   βλέποντάς τους.
                   Και ήταν η πρώτη φορά, που ελεύθερο
                   άφηνα,
                   να φανεί το γέλιο μου.

                   Χαραγμένο στο νεκρό και παγωμένο
                   πρόσωπό μου
   22   23   24   25   26   27   28   29   30   31   32