Page 32 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 32
32
από το διήγημα «Γάντι»
Ξημέρωνε. Εκείνο το τραίνο
έπαιρνε τις στροφές με τα χίλια και η γέφυρα που περνούσαμε τώρα έτριζε συθέμελα,
σαν να κατάρρεε με κάθε μέτρο που αφήναμε πίσω μας.
Δεν ήταν ουρανός εκείνο το ξέπλυμα που τώρα με αντίκρυζε αδιάφορα. Ξεψυχισμένες
σιελ και κίτρινες ανταύγειες , που όπως έπεφταν πάνω στο πρόσωπό μου πονούσαν
σαν παγωμένες πύρινες λάμες. Έξω είχε παγωνιά - απολυτή παγωνιά .
Άνοιξα το παράθυρο της κουκέτας για να παγώσω περισσότερο – να παγώσω τελείως,
μήπως και ξυπνήσω και καταλάβω που πάω, τι κάνω. Μύρισε καφές . Σε λίγο φάνηκε ο
σερβιτόρος και έχυσε μπόλικο χαρμάνι στο λιγδιασμένο αέρα του βαγονιού.
Πήρα μια κούπα – χάρτινη και άναψα τσιγάρο. Το πρόσωπό μου φωτίστηκε για λίγο και
έλαμψε ,έτσι όπως ήταν λιγδιασμένο από τον αέρα του βαγονιού και το ξενύχτι, αλλά ε-
κείνο το τσιγάρο μου ‘κανε καλό και ένιωσα σαν να τα ξέχασα όλα για λίγο. Απλά στεκό-
μουν και κοιτούσα αφηρημένος έξω.
Ξημέρωνε. Πρώτα φάνηκε ο ήλιος και μετα από λίγο ακολουθήσαν και οι Σκιές ,που κα-
θίσαν πάνω σε δέντρα και σπίτια και χώρισαν το κόσμο σε φωτεινά και σκοτεινά κομμά-
τια. Τελικά ζούμε σε μια πραγματικότητα από σκιές περισσότερα ,πάρα από
φως ,σκέφτηκα .Με σκιές αποτυπώνουν τον κόσμο γύρω τους οι ζωγράφοι , με παύσεις
οι μουσικοί και οι συγγραφείς - σκοτεινά έβλεπε τα πράγματα ο Κροουλι και φωτεινά οι
αρχαίοι μύστες.
Σταματήσαμε σ΄ένα κωλοχώρι - Kariolenburg ή κάπως έτσι. Πλησίασα την πόρτα κι
έκανα να κατέβω. Πάντα το κανα ,σ'όλους τους σταθμούς ,έκανα ότι κατέβαινα.
Kκατέβαινα ελάχιστα ,ίσα να αγγίξω τη γη και να μυρίσω , να δω που βρίσκομαι. Μόνο
που τα λουλούδια στους σταθμούς δεν μυρίζουν ,μόνο ο σταθμός μυρίζει , έχει μια βα-
ριά μυρωδιά από κάτουρο..
Πατάω λίγο κάτω και βιάζομαι να ανέβω πίσω- πάντα υπάρχει αυτός ο κίνδυνος βλέπεις
ότι κάποια στιγμή θα μείνω πίσω σ΄ένα σταθμό έρημο ,σ΄ένα μικρό έρημό χωριό ένα
κρύο βραδύ και δεν θα ξέρω αν θα βρω λεφτά να ξαναφύγω ,ούτε αν θα ξαναπεράσει
από κει τραίνο.